Τρεις πολύ σημαντικές εξελίξεις που θα καθορίσουν το βραχυπρόθεσμο μέλλον της Ευρωζώνης αλλά και θα επηρεάσουν σημαντικά τις μεσο-μακροπρόθεσμες προοπτικές του ευρωπαϊκού οικοδομήματος αναμένεται να σημειωθούν αυτή την εβδομάδα, αρχής γενομένης από την Τετάρτη 20 Ιουλίου.
Αύριο αναμένεται να μάθουμε αν η κυβέρνηση Ντράγκι θα συνεχίσει έστω με περιορισμένη πλειοψηφία ή η Ιταλία θα οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο.
Την Πέμπτη, Βορράς και Νότος καλούνται να γεφυρώσουν τις διαφορές τους και να συμφωνήσουν κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ για το εργαλείο που θα λειτουργεί ως δίχτυ προστασίας για τα ομόλογα της περιφέρειας, ενώ μέσα στην εβδομάδα θα φανεί αν η Ρωσία προτίθεται να ανοίξει ξανά τον Nord Stream 1 ή θα προκαλέσει ενεργειακό σοκ στην Ευρωζώνη.
Στη Ρώμη, οι διεργασίες μεταξύ των πολιτικών κομμάτων είναι συνεχείς και μετά το αρχικό μούδιασμα από την παραίτηση του Μάριο Ντράγκι, η πιθανότητα να συνεχίσει η ίδια κυβέρνηση έως την άνοιξη αυξάνεται. Πολιτικοί και επιχειρηματικοί παράγοντες της χώρας, συνδικαλιστικές οργανώσεις και στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης, προσπαθούν να πείσουν τον «Super Mario» να παραμείνει στο τιμόνι της κυβέρνησης ακόμη και χωρίς το Κίνημα Πέντε Αστέρων.
Η πολιτική κρίση στην Ιταλία αποτελεί ένα ακόμη ηχηρό καμπανάκι για την Ευρωζώνη και θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ της ενίσχυσης του ευρωσκεπτικιστικού κινήματος καθώς τα «Αδέλφια της Ιταλίας» δίνουν μάχη σώμα με σώμα στις δημοσκοπήσεις με το Δημοκρατικό Κόμμα.
Η έκβαση της ψήφου εμπιστοσύνης θα έχει αντίκτυπο και στην απόφαση της ΕΚΤ. Όσο η Ιταλία βρίσκεται σε πολιτική αναταραχή και τα spreads των ομολόγων διευρύνονται, τόσο ενισχύεται το επιχείρημα των «γερακιών» του δ.σ. της ΕΚΤ, σύμφωνα με το οποίο η άνοδος των αποδόσεων δεν οφείλεται στις έκτακτες συνθήκες ή στον κίνδυνο ύφεσης και επομένως δεν είναι απαραίτητο ένα νέο «whatever it takes» που ενδεχομένως θα επισκιάζει τις αυξήσεις επιτοκίων.
Σε κάθε περίπτωση, η Κριστίν Λαγκάρντ θα ανακοινώσει την Πέμπτη την πρώτη αύξηση επιτοκίων μετά από 11 χρόνια. Οι αγορές έχουν προεξοφλήσει μία αύξηση 25 μονάδων βάσης στο επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων με τους ειδικούς να προειδοποιούν ότι χρειάζονται πολύ πιο επιθετικές κινήσεις για να πάρει τα πάνω του το ευρώ.
Το κοινό νόμισμα διαπραγματεύεται στα 1,08 δολάρια και την περασμένη εβδομάδα υποχώρησε έναντι του δολαρίου σε χαμηλό 20 ετών. Στην επενδυτική κοινότητα κυριαρχεί η αντίληψη ότι λόγω του σύνθετου σκηνικού στην Ευρώπη και της ανόδου των spreads, η ΕΚΤ δύσκολα θα καλύψει το χαμένο έδαφος σε σύγκριση με τη Fed σε επίπεδο νομισματικής σύσφιξης (QT).
Άρα, το ευρώ θα παραμείνει για καιρό σε χαμηλά επίπεδα, πόσο μάλλον αν δεν ανοίξουν ξανά οι στρόφιγγες του Nord Stream 1 και η ευρωπαϊκή οικονομία πέσει σε βαθιά ύφεση.
Αυτή είναι η τρίτη και σημαντικότερη ίσως εξέλιξη που αναμένουν οι αγορές. Ο Καναδάς υποστηρίζει ότι έχει στείλει την τουρμπίνα του αγωγού, μετά τη συντήρησή της, στη Γερμανία, την ώρα που η Μόσχα προκαλεί μεγάλη νευρικότητα στην Ευρώπη όσο δεν ξεκαθαρίζει αν οι εργασίες συντήρησης ήταν απλώς μία πρόφαση για να κλείσει ο Nord Stream 1.
Υπενθυμίζεται ότι στα μέσα Ιουνίου ο Πούτιν μείωσε τις ροές φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, αποδίδοντας την απόφαση αυτή στο γεγονός ότι λόγω των κυρώσεων κατά της Μόσχας η τουρμπίνα δεν μπορούσε να επιστρέψει από τον Καναδά όπου βρισκόταν για συντήρηση.
Από τότε η διεθνής κοινότητα αγωνιά για τις εξελίξεις. Κανονικά την Πέμπτη 21 Ιουλίου θα πρέπει να αρχίσουν εκ νέου οι ροές φυσικού αερίου, ενώ χθες η Ούρσουλα φον Ντερ Λάιεν ανακοίνωση ότι η ΕΕ θα διπλασιάσει τις παραδόσεις φυσικού αερίου από το Αζερμπαϊτζάν.
Αν τελικά οι στρόφιγγες του Nord Stream 1 παραμείνουν κλειστές η οικονομία της Ευρώπης θα πέσει σε ύφεση και θα περάσει έναν από τους πιο δύσκολους και επικίνδυνους χειμώνες της σύγχρονης ιστορίας, σε όλα τα επίπεδα. Το ευρώ θα υποχωρήσει ακόμη χαμηλότερα, οι αποδόσεις των ομολόγων θα εκτιναχθούν, τα χρηματιστήρια θα διανύσουν μια περίοδο εκρηκτικής μεταβλητότητας και το ΑΕΠ θα συρρικνωθεί απότομα.
Η Bundesbank εκτιμά ότι η γερμανική οικονομία θα χάσει έως και 5 ποσοστιαίες μονάδες σε ΑΕΠ, ενώ ήδη η οικονομική δραστηριότητα και κυρίως η βιομηχανία βρίσκεται σε φάση συρρίκνωσης.