Πάνω από 15 δισ. έφτασαν οι προσφορές για το νέο 10ετές ομόλογο της Ελλάδας, το πρώτο του 2022, με το ελληνικό Δημόσιο να αντλεί τελικά κεφάλαια ύψους 3 δισ. ευρώ.
Το αρχικό επιτόκιο του νέου ελληνικού ομολόγου διαμορφώθηκε στις 145 μονάδες βάσης συν το mid swap, δηλαδή στο 1,89%, ενώ στη συνέχεια υποχώρησε στις 140 μονάδες βάσης συν το mid swap, δηλαδή γύρω στο 1,82%.
Δεδομένης της διεθνούς συγκυρίας και του γεγονότος ότι το 2022 θα είναι έτος υψηλότερων αποδόσεων για τα ομόλογα γενικότερα, λόγω και της ανόδου του πληθωρισμού, η έκδοση θεωρείται επιτυχής, αφού όλες οι χώρες που βγαίνουν στις αγορές το τελευταίο διάστημα, όπως Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία, πληρώνουν υψηλότερο premium για τους νέους τους τίτλους.
Αν και οι ιστορικά χαμηλές αποδόσεις για τους ελληνικούς τίτλους ανήκουν πλέον στο παρελθόν, εντούτοις η Ελλάδα συνεχίζει να εμφανίζει τις πιο ελκυστικές στην ευρωζώνη, κι όλα αυτά ενώ παραμένει η προστασία που της παρέχει το δίχτυ της ΕΚΤ, ακόμα και μετά τον Μάρτιο οπότε λήγει το PEPP, μετά το οποίο η χώρα θα συμμετέχει στο ευέλικτο πρόγραμμα επανεπενδύσεων.
Την έκδοση έτρεξαν οι Barclays, Commerzbank, Eurobank, Morgan Stanley, Nomura και Société Générale, ενώ ο νέος ελληνικός 10ετής τίτλος έχει λήξη τον Ιούνιο του 2032.
"Το κόστος δανεισμού κρίνεται ιδιαίτερα ικανοποιητικό, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα, διεθνή συγκυρία. Συγκυρία στην οποία καταγράφεται, διεθνώς, άνοδος των αποδόσεων στα κρατικά ομόλογα, εξαιτίας της υψηλής αβεβαιότητας που προκαλούν η συνεχιζόμενη υγειονομική κρίση, η αύξηση του πληθωρισμού και η επικείμενη στροφή των κεντρικών τραπεζών προς μια πιο συσταλτική νομισματική πολιτική", τονίζει στην ανακοίνωσή του ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας.
Χαρακτηριστικό της ανοδικής τάσης στις αποδόσεις των κρατικών τίτλων, όπως λέει ο υπουργός, είναι ότι τα γερμανικά ομόλογα διαπραγματεύονται, για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια, με θετική απόδοση. Παρ' όλα αυτά, παρά τη δύσκολη συγκυρία, η Ελλάδα δανείστηκε με κόστος κάτω από το μισό έναντι της αντίστοιχης έκδοσης του Μαρτίου του 2019, όταν το επιτόκιο είχε διαμορφωθεί στο 3,9%. Σημειωτέον ότι το περιθώριο επιτοκίου, το spread, του ελληνικού ομολόγου έναντι του γερμανικού έχει συρρικνωθεί, τόσο σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα όσο και με τα επίπεδα των αρχών του 2019.
Στις δηλώσεις του ο υπουργός κάνει ειδική μνεία στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, μιλά για ψήφο εμπιστοσύνης από τις διεθνείς αγορές, ενώ σε ό,τι αφορά τα ταμειακά διαθέσιμα τονίζει ότι παραμένουν σε ασφαλές ύψος, παρά τις πρωτόγνωρες – σε ολόκληρο τον πλανήτη – δυσκολίες και προκλήσεις.