Το οικονομικό πακέτο για τους αγρότες που ανακοινώνεται σήμερα, μπορεί να είναι απαραίτητο και εντός του δημοσιονομικού χώρου, αλλά δεν πρέπει να εκληφθεί ως η αρχή για ένα ευρύτερο γύρο παροχών προς διάφορες ομάδες.
Όσο δύσκολα κτίζεται η αξιοπιστία μιας οικονομίας, τόσο εύκολα μπορεί να διαλυθεί. Η προχθεσινή νέα έκδοση του 10ετούς ομολόγου του Δημοσίου, όπου βγήκαμε για να μαζέψουμε 4 δισ. ευρώ και οι επενδυτές μας προσέφεραν 35 δισ. δείχνει την εικόνα που έχουν οι αγορές για την Ελλάδα.
Μην ξεχνάμε όμως το «πέταγμα της πεταλούδας», ότι ζούμε σε καιρούς ασύμμετρων απειλών, ότι είμαστε μια χώρα υπερχρεωμένη. Όπως κανείς δεν πρέπει να ξεχνά τον Ντάνιελ, τον πόλεμο στην Ουκρανία που σε λίγες μέρες μπαίνει στον 3ο χρόνο του και τον πόλεμο στη Γάζα, έτσι πρέπει και να έχει κατά νου το πόσο εύκολα μπορεί να απειληθεί η δημοσιονομική πειθαρχία.
Ακούγοντας τον Κ. Χατζηδάκη, ανήμερα της επιτυχούς έκδοσης του ομολόγου, να λέει από το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο «δεν θέλουμε να βάλουμε την υπογραφή μας σε προσωρινά ευχάριστες αποφάσεις που θα γυρίσουν τη χώρα προς τα πίσω», πολλοί διάβασαν το μήνυμα «όχι» σε έξτρα παροχές.
Αυτό που ανησυχεί τον Χατζηδάκη, τον Στουρνάρα και άλλους παράγοντες της οικονομικής ζωής είναι ότι ζούμε σε μια συγκυρία που ακριβώς επειδή η οικονομία πάει καλά και από παντού έρχονται θετικά μηνύματα, δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι έχουμε δυνατότητες μεγαλύτερες από τις πραγματικές.
Υπάρχει μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα ότι αφού πάμε τόσο καλά, γιατί να μη δώσουμε και κάτι παραπάνω.
Στο δημόσιο λόγο προτάσσονται περισσότερο τα επιτεύγματα της οικονομίας παρά ο δρόμος που πρέπει να διανυθεί. Και ξεχνάμε ότι παραμένουμε μια χώρα με έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πάνω από 6,5%, που σημαίνει ότι κάθε χρόνο χειροτερεύει η καθαρή μας επενδυτική θέση. Η ανισορροπία μεταξύ του τι μπαίνει στη χώρα με το τι βγαίνει, ανάμεσα σε αυτά που παράγουμε και εκείνα που εξάγουμε.
Αρκετοί ξεχνούν ότι φέτος πρέπει να παρουσιάσουμε διπλάσιο σχεδόν πρωτογενές πλεόνασμα από πέρυσι και ότι έχουμε καταστροφές πολύ πιο συχνά, άρα έχουμε και περισσότερες αποζημιώσεις. Ούτε κανείς συζητά την άβολη αλήθεια που είπε στο επενδυτικό συνέδριο της JP Morgan στη Νέα Υόρκη, ο ισχυρός της άνδρας, Τζέιμι Ντίμον ότι η Ελλάδα χρειάζεται ακόμη 8 χρόνια μεταρρυθμίσεων. Οκτώ χρόνια προσήλωσης σε ένα πρόγραμμα αλλαγών. Ακούγεται κάτι σαν τρισκατάρατο μνημόνιο στα αυτιά μας, μια ενοχλητική συζήτηση σε αντίθεση με άλλα πιο ευχάριστα θέματα όπως π.χ ότι η ελληνική οικονομία υπεραποδίδει έναντι άλλων ευρωπαϊκών.
Και συνδέεται με μια άλλη άβολη αλήθεια. Μπορεί οι επενδύσεις να αυξάνονται, αλλά αφορούν κυρίως ακίνητα, κατασκευές και μηχανολογικό εξοπλισμό. Χρειαζόμαστε εργοστάσια όπως λέει συνεχώς ο Ν. Βέττας από το ΙΟΒΕ, όχι ακίνητα. Δεν έχουμε ακόμη δει να έρχεται στην Ελλάδα μια μεγάλη ξένη παραγωγική επένδυση.
Και ο Χατζηδάκης ως υπουργός των Οικονομικών αισθάνεται την υποχρέωση να υπενθυμίζει σε τακτά διαστήματα ότι ακολουθούμε ένα δρόμο δημοσιονομικής σταθερότητας και δεν μπορούμε να κάνουμε τα ίδια λάθη με το παρελθόν.
Τα λέει συνεχώς αυτά. Είναι κομμάτι του πολιτικού του λόγου και η μοναξιά του υπουργού Οικονομικών. Δεν θέλει να δημιουργείται κλίμα ευφορίας και πως μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. «Δεν φέρνουμε λεφτά από το σπίτι μας, δεν μπορούμε να κάνουμε τους χουβαρντάδες με τα λεφτά των άλλων», έλεγε το Σεπτέμβριο κατά την εξειδίκευση των μέτρων της ΔΕΘ, απαντώντας στην κριτική που δεχόταν τότε η κυβέρνηση, εκ δεξιών και αριστερών ότι το καλάθι των παροχών είναι μικρό.
Τα όσα είπε προ ημερών ο υπουργός συνδέονται προφανώς με το ακροατήριο του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, που ήθελε να ακούσει κάτι τέτοιο, αλλά απευθυνόταν και στο εξωτερικό ενόψει της πολύ σημαντικής αξιολόγησης της Moody’s το Μάρτιο.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο οίκος ναι μεν είχε αναβαθμίσει την ελληνική οικονομία τον Σεπτέμβριο, ωστόσο, είχε διατηρήσει σταθερό το outlook. Είναι πολύ σημαντικό να σταλούν τώρα, ενάμισι μήνα πριν, τα κατάλληλα μηνύματα, ειδικά όταν επενδυτικοί κολοσσοί, όπως η JP Morgan θεωρούν σχεδόν βέβαιο ότι η Moody's θα δώσει και αυτή επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα και επομένως θα την έχουμε πάρει και από τους τέσσερις μεγάλους.
Η υπεραπόδοση του προυπολογισμού, δηλαδή τα περισσότερα έσοδα απ’ ότι περιμέναμε, μπορούν εύκολα να μας οδηγήσουν σε λάθος μονοπάτια. Καλά τα επιπλέον έσοδα, αλλά ας μη ξεχνάμε και το πρωτογενές πλεόνασμα.
Ένα - δύο λάθος μηνύματα να στείλουμε ως χώρα ότι χαλαρώνουμε και πάλι και υιοθετούμε πρακτικές του παρελθόντος, θα μπορούσαν να δώσουν την εντύπωση ότι ξανακυλάμε μετά από τόσες θυσίες και ότι μετά την πρόοδο των τελευταίων ετών, πάμε προς τα πίσω.