Όταν πέσει η σκόνη της διάσκεψης COP 26, οι επιχειρήσεις θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος της κλιματικής κρίσης». Έτσι ξεκινά την έκθεση της η Deutsche Bank, σύμφωνα με την οποία οι επιχειρήσεις παγκοσμίως θα κληθούν να πληρώσουν αρκετά χρήματα για να προστατευθεί το περιβάλλον και να επιτευχθεί η πράσινη μετάβαση. Όπως αναφέρουν οι αναλυτές, το κόστος της μετάβασης ανησυχεί ιδιαιτέρως τα υψηλόβαθμα στελέχη των επιχειρήσεων.
Η ανησυχία αυτή είναι ακόμη πιο έντονη για τις εταιρείες που έχουν μεγαλύτερη έκθεση στον άνθρακα, σε όσες δεν έχουν μεγάλα ταμειακά αποθέματα και όσες διαθέτουν χαμηλότερα περιθώρια κέρδους. Το κόστος λοιπόν της πράσινης μετάβασης και της απαλλαγής από τον άνθρακα είναι πιο δύσκολο να επωμιστεί από αυτές τις εταιρείες, που είναι ίσως πολύ περισσότερες από όσο νομίζει η κοινή γνώμη.
Ένα ακόμη κομβικό σημείο για την πράσινη μετάβαση είναι η διασφάλιση των απαραίτητων κεφαλαίων για τις επιχειρήσεις, η εξασφάλιση δηλαδή χρηματοδοτήσεων που θα συμβάλουν στην κοστοβόρα αλλαγή του ενεργειακού μείγματος. Τα καλά νέα που προκύπτουν από την έρευνα είναι πως οι επιχειρήσεις, παρά το υψηλό κόστος, αναζητούν πιθανούς τρόπους μείωσης του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος.
Αρκετές εταιρείες «πιέζονται» από τα κράτη προκειμένου να υιοθετήσουν πιο πράσινες πολιτικές στην εφοδιαστική τους αλυσίδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη απόφαση στις ΗΠΑ, όπου το κόστος της ανακύκλωσης μετακυλίεται από τους καταναλωτές στις επιχειρήσεις παραγωγής πλαστικών. Παρόμοια προγράμματα τρέχουν σε ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως επίσης και στον Καναδά. Όπως δείχνουν άλλωστε έρευνες, οι περισσότεροι θεωρούν πως το κόστος της ανακύκλωσης πρέπει να επωμιστούν οι επιχειρήσεις, ενώ η φιλική στο περιβάλλον εταιρική κουλτούρα οδηγεί σε αύξηση της φήμης μιας επιχείρησης.
Οι περισσότεροι καταναλωτές αναμένουν περισσότερες δράσεις από τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, καθώς θεωρούν ότι έχουν μεγαλύτερη ευθύνη για την κλιματική κρίση. Παράλληλα, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην έκθεση της γερμανικής τράπεζας, οι πολίτες θεωρούν πως οι εταιρείες δεν έχουν στο επίκεντρο της στρατηγικής τους την κοινωνία. Η δυσπιστία αυτή αποτυπώνεται σε έρευνες, σύμφωνα με τις οποίες οι πολίτες έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις μικρές εταιρείες, παρά στις μεγαλύτερες.
Την ίδια στιγμή οι καταναλωτές είναι πιο ευαισθητοποιημένοι σε ό,τι αφορά στην προστασία του περιβάλλοντος. Έτσι οι περισσότεροι δηλώνουν πως θα επέλεγαν μια εταιρεία που υιοθετεί δράσεις κατά της κλιματικής αλλαγής.
Οι επιχειρήσεις μπορούν να επωμιστούν το βάρος της πράσινης μετάβασης, θεωρεί η κοινή γνώμη, ωστόσο κάτι τέτοιο απέχει από την πραγματικότητα. Οι εταιρείες έχουν ήδη «κάψει» αρκετό κεφάλαιο για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, ενώ αρκετές δεν διαθέτουν μεγάλα περιθώρια κέρδους προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την πράσινη μετάβαση.