Την ικανοποίησή της για την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων, για πρώτη φορά από το 2011, εκφράζουν Γερμανοί οικονομολόγοι. Οι οποίοι πάντως, όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, παραμένουν ανήσυχοι για τον πληθωρισμό και τον κίνδυνο ύφεσης.
Από τον Μάιο ήταν σαφές ότι η ΕΚΤ θα αποκηρύξει την πολιτική χαμηλών έως αρνητικών επιτοκίων που με συνέπεια υλοποιούσε τα τελευταία έντεκα χρόνια. Οι περισσότεροι αναλυτές περίμεναν μία πρώτη άνοδο κατά είκοσι πέντε μονάδες βάσης μέσα στον Ιούλιο.
Όμως οι θεματοφύλακες της νομισματικής σταθερότητας στη Φρανκφούρτη επέλεξαν μία πιο «επιθετική» τακτική και την Πέμπτη η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ ανακοίνωσε την ιστορική απόφαση για αύξηση των βασικών επιτοκίων κατά πενήντα μονάδες βάσης (0,50%). Αυτό σημαίνει ότι το «αρνητικό» ή «τιμωρητικό» επιτόκιο αποτελεί παρελθόν και μάλιστα από τώρα και όχι από τον Σεπτέμβριο, όπως άφηναν να εννοηθεί μέχρι πρότινος οι δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ.
Την ικανοποίησή του για τις αποφάσεις της ΕΚΤ εκφράζει ο Μίχαελ Χίτερ, διευθυντής του Ινστιτούτου της Γερμανικής Οικονομίας στην Κολωνία (IW) και επισημαίνει: «Σίγουρα έρχεται λίγο αργά αυτή η απόφαση, τον τελευταίο χρόνο τίποτα πλέον δεν δικαιολογούσε τα αρνητικά επιτόκια».
«Αυτό που βλέπουμε τώρα είναι ασφαλώς ένα θαρραλέο βήμα, ένα βήμα που πηγαίνει πιο πέρα από το αναμενόμενο. Αλλά έχει και ‘front loading' χαρακτήρα, που σημαίνει ότι μία μελλοντική απόφαση για νέα αύξηση των επιτοκίων θα περιοριστεί στο 0,25%. Πάντως είναι σαφές πλέον σε όλους ότι η ΕΚΤ εστιάζει στον πληθωρισμό».
Θα αργήσει η αποχώρηση των τιμών
Τα τελευταία 11 χρόνια κύρια επιδίωξη της ΕΚΤ ήταν η διατήρηση της συνοχής στην ευρωζώνη, αλλά και η έμμεση στήριξη υπερχρεωμένων χωρών, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και «φθηνού χρήματος», που όμως είχε σημαντικό κόστος για τους καταθέτες. Σήμερα η ΕΚΤ εστιάζει κυρίως στην καταπολέμηση του πληθωρισμού, ο οποίος προφανώς δεν αποτελεί τόσο «προσωρινό φαινόμενο», όσο εκτιμούσε προ μηνών η Κριστίν Λαγκάρντ. Διακηρυγμένος στόχος της Φρανκφούρτης είναι ένα ποσοστό πληθωρισμού γύρω στο 2%, ενώ σήμερα ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη έχει εκτοξευθεί στο 8,6%.
Ο Χίτερ εκτιμά ότι μεσοπρόθεσμος στόχος είναι γύρω στο 1,5% και η ΕΚΤ θα επιδιώξει να τον προσεγγίσει με προσεκτικά βήματα γύρω στο 0,25% κάθε φορά.
Αλλά η παρέμβαση της ΕΚΤ δεν σημαίνει ότι οι τιμές πρόκειται να υποχωρήσουν μέσα σε λίγες ημέρες, προειδοποιεί ο Μίχαελ Χίτερ. «Ο πληθωρισμός είναι κυρίως εισαγόμενος, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις τιμές της ενέργειας στις διεθνείς αγορές» επισημαίνει ο διευθυντής του Ινστιτούτου της Γερμανικής Οικονομίας (IW). «Δεν είναι κάτι που εύκολα μπορεί να καταπολεμήσει η ΕΚΤ, ας μην περιμένουμε άμεση υποχώρηση των τιμών. Αυτό που μπορούμε να περιμένουμε είναι μία εξομάλυνση σε κάποιες αγορές, για παράδειγμα στο πετρέλαιο ή τα σιτηρά και από εκεί θα προέλθει μία ελάφρυνση στο μέλλον. Αλλά προς το παρόν είναι σαφές ότι ο πληθωρισμός παραμένει πάνω από τον στόχο της ΕΚΤ».
«Το όφελος είναι μεγαλύτερο από τους κινδύνους»
Άμεσο όφελος αναμένεται να έχουν οι καταθέτες, τουλάχιστον στη Γερμανία. Οι περισσότερες τράπεζες έχουν ανακοινώσει την απόφασή τους να καταργήσουν τα «φύλακτρα» ή άλλες συναφείς χρεώσεις που επέβαλαν στους πελάτες τους λόγω αρνητικών επιτοκίων, με στόχο να προσελκύσουν νέες καταθέσεις. Ήδη σήμερα όποιος τοποθετεί τα χρήματά του σε μία κατάθεση προθεσμίας μπορεί να διασφαλίσει επιτόκιο γύρω στο 0,6%. Φυσικά το «πραγματικό επιτόκιο» (ονομαστικό επιτόκιο μείον πληθωρισμός) παραμένει αρνητικό.
Στο πεδίο της μακροοικονομίας πολλοί εκφράζουν ανησυχίες ότι μία απότομη «απογείωση» των επιτοκίων θα μπορούσε να καταπνίξει τις δειλές έστω προσπάθειες για ανάκαμψη μετά το σοκ της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία. Το φάντασμα του στασιμοπληθωρισμού καραδοκεί. Ωστόσο, ο Ούλριχ Κάτερ, επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας DekaBank, εκτιμά ότι η ΕΚΤ ουσιαστικά δεν είχε άλλη επιλογή.
«Δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο για μία οικονομία από την παγίωση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα», δηλώνει ο Γερμανός οικονομολόγος στη γερμανική τηλεόραση (ARD). «Δείτε για παράδειγμα τι συμβαίνει στην Τουρκία. Κατά συνέπεια οι όποιες παρενέργειες για την ανάκαμψη είναι το ελάσσον σε σχέση με το μείζον όφελος για όλους, που είναι η τιθάσευση του πληθωρισμού».