Αν μέχρι σήμερα είχαμε να ανησυχούμε για τις πολύ υψηλές τιμές των καυσίμων αλλά και τη μετακύλιση του ενεργειακού κόστους στα τρόφιμα, το επόμενο χρονικό διάστημα οι «πονοκέφαλοι» θα αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται. Δεν είναι μόνο ότι οι συνεχίζονται οι ανατιμήσεις στους καταλόγους χονδρικής με αναφορά άλλοτε στη συνεχιζόμενη αύξηση του μεταφορικού κόστους και άλλοτε στην απώλεια «αντοχών» για απορρόφηση του υψηλού λειτουργικού κόστους. Είναι και το γεγονός ότι πλέον στην αγορά έχει κυριαρχήσει η αντίληψη ότι «όλα πάνε πάνω» κάτι που σημαίνει ότι οι τιμές πολύ δύσκολα θα υποχωρήσουν το επόμενο χρονικό διάστημα.
Το δευτερογενές κύμα των πληθωριστικών πιέσεων είναι εδώ και θα έχει και άλλα «παρακλάδια». Ήδη οι ελεύθεροι επαγγελματίες θα πρέπει να προετοιμάζονται για γενναία αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν στον ΕΦΚΑ. Πολύ πιθανό είναι να δούμε αυξήσεις στα ενοίκια -κάτι που προς το παρόν δεν έχει φανεί ιδιαίτερα έντονα στην αγορά όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής- ενώ στο «παιχνίδι» μπαίνει πλέον και ο παράγοντας «αυξήσεις μισθών».
Σε μερικά 24ωρα, οι εργοδότες θα κληθούν να καταβάλλουν για πρώτη φορά τις αυξήσεις σε όσους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Στις τουριστικές περιοχές της χώρας, όσοι ψάχνουν προσωπικό έρχονται αντιμέτωποι με απαιτήσεις για σαφώς βελτιωμένα μεροκάματα σε σχέση με πέρυσι. Και τέλος, στην εξίσωση μπαίνει και ο παράγοντας επιτόκιο. ΟΙ τράπεζες έχουν προεξοφλήσει την άνοδο που έρχεται από το καλοκαίρι και γι’ αυτό προχώρησαν ήδη σε αυξήσεις των σταθερών επιτοκίων (σ.σ άλλες με άμεση ισχύ και άλλες με ισχύ από 1η Ιουλίου). Ποια είναι λοιπόν η πραγματικότητα για μια επιχείρηση;
Ότι πλέον οι αυξήσεις αγγίζουν ή κινδυνεύουν να αγγίζουν όλο το φάσμα του λειτουργικού κόστους. Τη μισθοδοσία, τις ασφαλιστικές εισφορές της επιχείρησης, το ενεργειακό κόστος, τις πρώτες ύλες ακόμη και τους τόκους εξυπηρέτησης του επαγγελματικού ή του προσωπικού δανείου. Αυτοί είναι και οι λόγοι που καθιστούν πολλούς αναλυτές ανήσυχους όσον αφορά στην εξέλιξη του μέσου πληθωρισμού κατά τη διάρκεια της φετινής χρονιάς. Η εκτίμηση ότι ο πληθωρισμός θα αρχίσει να υποχωρεί μετά το καλοκαίρι, εδράζεται στον «τεχνικό» παράγοντα ότι πλέον η σύγκριση θα αρχίσει να γίνεται με τις αντίστοιχες υψηλές τιμές του 2021.
Αυτό θα ισχύσει σε ένα μεγάλο βαθμό για το φυσικό αέριο και το ηλεκτρικό ρεύμα (ειδικά μετά τον Αύγουστο) δεν θα ισχύσει όμως για τα καύσιμα κίνησης, τα τρόφιμα και πολλά ακόμη προϊόντα στα οποία οι επιχειρήσεις τώρα μεταφέρουν το αυξημένο κόστος. Γι’ αυτό και είναι πολύ πιθανό, η χρονιά στην Ελλάδα να κλείσει τελικώς με πληθωρισμό υψηλότερο και από το 5,5-6% που προβλέπει η ελληνική κυβέρνηση και από το 6,5% που προβλέπει η Κομισιόν για την Ελλάδα σε μέση ετήσια βάση.