Σημαντικοί εταίροι απομακρύνονται από τη Merkel σε θέματα οικονομικής πολιτικής. H λιτότητα θεωρείται από την Ουάσινγκτον μέχρι το Παρίσι, τη Ρώμη και την Αθήνα ως λανθασμένος δρόμος. Ο Αλέξης Τσίπρας ισχυρίζεται μάλιστα ότι η πολιτική της λιτότητας οδηγεί την «υπνοβατούσα Ευρώπη στα βράχια». Κυρίως Γερμανοί οικονομολόγοι και πολιτικοί επικρίνουν με δριμύτατα ως μοιραία τα σχέδια των αντιπάλων της λιτότητας. Η Γερμανία απομονώνεται.
Ο Jack Lew προσποιήθηκε ότι μιλά εξ ονόματος όλου του κόσμου όταν στην συνάντηση κορυφής των 20 βιομηχανικών χωρών και αναδυόμενων οικονομιών στην Κίνα δήλωσε ότι "οι G-20 δεν συζητούν πλέον για ανάπτυξη ή αυστηρή λιτότητα, αλλά για το πώς θα μπορούν να εφαρμόσουν καλύτερα την δημοσιονομική τους πολιτική ώστε να υποστηριχθεί η ανάπτυξη".
Με άλλα λόγια, η διεθνής κοινότητα δεν θέλει πλέον να κάνει οικονομίες, αλλά προτιμά να δημιουργεί (νέα) χρέη, ώστε να λύσει τα προβλήματα τα οποία δημιουργήθηκαν από τα (παλαιά) πολλά χρέη. Όμως δεν είναι τόσο σύμφωνες όλες οι χώρες όπως τις παρουσίασε ο Jack Lew, σημειώνει η Die Welt.
H έριδα για το ποιος είναι ο καλύτερος δρόμος για την έξοδο από την κρίση της παραλυμένης παγκόσμιας οικονομίας υφίσταται εδώ και καιρό. Από τη μια μεριά βρίσκονται δύο χριστιανοδημοκράτες, η καγκελάριος Merkel και ο υπουργός της των Οικονομικών Schaeuble, οι οποίοι, εν ονόματι του σταθερού ευρώ και των βιώσιμων προϋπολογισμών καλούν τους Γερμανούς να κάνουν σκληρές οικονομίες. Από την άλλη πλευρά βρίσκονται κυβερνήσεις, οι οποίες αντιτίθενται επειδή θέλουν να θέσουν σε κίνηση την οικονομία τους και υψώνουν δυνατότερα τη φωνή τους.
Το γερμανικό μάντρα των δομικών μεταρρυθμίσεων, παράλληλα με την μείωση του ελλείμματος, το οποίο έμοιαζε ως η επιταγή των καιρών, χάνει συνεχώς υποστηρικτές. Αντίθετα μεγαλώνει το στρατόπεδο των αντιπάλων, για τους οποίους κάθε μορφή δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι εκτός συζήτησης και μόνο η αλόγιστη σπατάλη χρήματος υπόσχεται την πολυπόθητη ανάπτυξη. Η Γερμανία βρίσκεται σ'' αυτήν την ομάδα των μεγάλων βιομηχανικών κρατών όλο και πιο μόνη.
Συγχρόνως, η επί χρόνια ντοπαρισμένη με μίνι επιτόκια παγκόσμια οικονομία βυθίζεται εδώ και καιρό στα χρέη. Σύμφωνα με τις προγνώσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) τα χρέη των βιομηχανικών χωρών θα φτάσουν φέτος το 107% των ετήσιων οικονομικών τους επιδόσεων. Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο χρέους από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η τάση αυτή είναι σαφής στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Ακόμα και στην Μ. Βρετανία μετά το Brexit η Theresa May ανακοίνωσε ότι θα δώσει προληπτικά μια "δημοσιονομική απάντηση" στο θέμα των χρεών, παρατηρεί η Welt.
Η ρητορική κατά της λιτότητας γίνεται ολοένα και πιο οξεία και στον οικονομικά πιο αδύναμο νότο της Ευρώπης. Ο Ιταλός πρωθυπουργός δεν χάνει καμιά ευκαιρία να επιτεθεί στην πολιτική του Βερολίνου: «Η λιτότητα έχει προκαλέσει μόνο ζημιές», δήλωσε αυτή τη βδομάδα. Αυτό το οποίο χρειάζεται η Ευρώπη είναι περισσότερη ευελιξία στην ερμηνεία των όρων για το έλλειμμα από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ευελιξίας, κατά τον Matteo Renzi.
Από δίπλα και ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Michel Sapin, με την απαίτησή του να χαλαρώσουν οι κανόνες του ελλείμματος. Και στην Ελλάδα ο Αλέξης Τσίπρας ισχυρίζεται ότι η πολιτική της λιτότητας οδηγεί την «υπνοβατούσα Ευρώπη στα βράχια».
Καθόλου διαφορετική δεν είναι η κατάσταση και σε αναπτυσσόμενες χώρες ή σε αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Αργεντινή, η Βραζιλία, το Μεξικό και η Ρωσία. Μόνο η Κίνα διαφοροποιείται δημοσίως, αλλά το Πεκίνο χρησιμοποιεί την ευκαιρία για να συγκεντρώσει αφανώς χρήματα μέσω χρεών τα οποία αναλαμβάνουν οι κρατικές επιχειρήσεις.
Η συνέπεια είναι, σύμφωνα με το ΔΝΤ, ότι τα χρέη μεταξύ 2014 και 2015 αυξήθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο στα 2.668 δισεκατομμύρια δολάρια. Είναι πολύ μεγαλύτερα δηλαδή από τα χρόνια πριν από την κρίση. Και για πρώτη φορά στην ιστορία, τα μισά είναι χρέη των αναπτυσσομένων χωρών και των αναδυόμενων οικονομιών.
Στους αντιπάλους της χαλάρωσης της πολιτικής της αυστηρής λιτότητας ανήκει ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών του Μονάχου (Ifo) Clemens Fuest, ο οποίος έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου σε συνέντευξή του στην κυριακάτικη Welt: «H απομάκρυνση από την προσπάθεια εξυγίανσης των κρατικών προϋπολογισμών θέτει σε κίνδυνο την σταθερότητα της ευρωζώνης», όπως είπε.
Την ίδια άποψη συμμερίζεται και ο χριστιανοκοινωνιστής υπουργός Οικονομικών της Βαυαρίας Marcus Zehnder: «Το να επιτραπούν μεγαλύτερα χρέη σε χώρες του ευρωπαϊκού νότου όπως η Ιταλία είναι ο λάθος δρόμος, διότι διακυβεύεται η σταθερότητα του ευρώ. Η βιώσιμη ανάπτυξη επιτυγχάνεται μόνο με την σταθεροποίηση των δημοσιονομικών, τη μείωση των ελλειμμάτων και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η Γερμανία αποτελεί την καλύτερη απόδειξη γι'' αυτό».
Και ο οικονομολόγος του Φράιμπουργκ (σημ. και ένας εκ των πέντε σοφών της Γερμανίας) Lars Feld είναι επίσης απορριπτικός "σε προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης μέσω της υπερχρέωσης”.
Η Γερμανία συγκαταλέγεται στις λίγες χώρες οι οποίες θα έχουν πλεόνασμα το 2016 και το 2017. Το αίτημα ορισμένων πολιτικών να αξιοποιήσουν πλήρως τα περιθώρια για μια πιο ελαστική δημοσιονομική πολιτική, εν όψει εθνικών εκλογών, δεν βρίσκουν σύμφωνο τον Feld: «Αυτή τη στιγμή υπάρχει η εντύπωση στο Βερολίνο ότι έχουν επιτευχθεί ήδη πολλά για τη σταθεροποίηση της οικονομίας. Συγχρόνως όμως πρέπει να λεχθεί ότι αυτό οφείλεται στα χαμηλά επιτόκια. Επομένως, δεν υπάρχει λόγος να βιαστούμε και να αυξήσουμε τις παροχές δημιουργώντας ελλείμματα».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ