Ο πρόεδρος Τραμπ υπόσχεται ότι θα ξανακάνει την Αμερική, πρώτη δύναμη στον κόσμο.
Μα είναι ήδη πρώτη σε οικονομική ισχύ, με το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της να βρίσκεται στα $25,43 τρισ., με δεύτερη την Κίνα στα $14,72 τρισ. και τρίτη την Ιαπωνία στα $4,25 τρισ.
Μα είναι ήδη πρώτη σε στρατιωτική δύναμη, με βάση τον Παγκόσμιο Δείκτη Στρατιωτικής Ισχύος, με PwrIndx 0,0744, με τη Ρωσία και την Κίνα στη δεύτερη θέση με PwrIndx 0,078.
Μα είναι ήδη πρώτη στην τεχνολογία, με βάση τη λίστα των μεγαλύτερων σε κεφαλαιοποίηση ψηφιακών εταιριών του κόσμου, έχοντας 9 εταιρείες στις πρώτες 10 θέσεις, με τη δέκατη εταιρεία να προέρχεται από την Ταϊβάν.
Μα είναι ήδη πρώτη, στο παγκόσμιο χρηματιστηριακό σύστημα, διαθέτοντας τα δυο μεγαλύτερα χρηματιστήρια του κόσμου, όπως είναι το NYSE και το NASDAQ. Η αξία των εταιρειών που είναι εισηγμένες σε αυτά, ανέρχεται στα $30,2 τρισ. και $28,9 τρισ. αντιστοίχως. Και ακολουθούν από την τρίτη θέση και κάτω, το κινεζικό Shanghai Stock Exchange με $7,41 τρισ., το ιαπωνικό Japan Exchange Group με $6,68 τρισ., το ευρωπαϊκό Euronext με $5,66 τρισ. και το ινδικό National Exchange of India με $5,62 τρισ.
Mα είναι ήδη πρώτη, στην εκπαίδευση με βάση τον αριθμό των Πανεπιστημίων που βρίσκονται στις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας λίστας, με 16 πανεπιστήμια ανάμεσα στα πρώτα 20, με δεύτερο το Ηνωμένο Βασίλειο με 3 και τρίτη τη Γαλλία με 1.
Επομένως, σε ποια πρωτιά αναφέρεται ο πρόεδρος των ΗΠΑ;
Ο Ντόναλντ Τραμπ εμφάνισε στους λόγους του, την εικόνα μιας αδικημένης, ταπεινωμένης και παρακμασμένης Αμερικής, που πρέπει να επανακτήσει την παντοκρατορία στον πλανήτη. Το οξύμωρο είναι ότι παρόντες σε αυτές τις ομιλίες, ήταν όλοι οι μεγαλομέτοχοι των αμερικανικών τεχνολογικών εταιρειών, που αποτελούν την απόλυτη πιστοποίηση της αμερικανικής επιτυχίας και ηγεμονίας.
Όποια και να είναι η απάντηση σχετικά με την «πρωτιά» που θα διεκδικήσουν εκ νέου οι ΗΠΑ μέσα στην επόμενη τετραετία, η μέθοδος για την επίτευξη της, περνάει μέσα από την επιβολή δασμών και την υιοθέτηση οικονομικών απειλών. Είναι προφανές ότι οι δασμοί πηγαίνουν κόντρα στην πάγια θέση των ΗΠΑ περί παγκοσμιοποίησης.
Το βασικό οικονομικό αφήγημα των ΗΠΑ μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και ειδικά μετά το πολιτικό και οικονομικό άνοιγμα προς την Κίνα από το 1972, βασιζόταν στις αρχές της οικονομικής ελευθερίας, της κατάργησης των επιχειρηματικών και εμπορικών συνόρων και της παγκοσμιοποίησης. Με αποτέλεσμα την επένδυση πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Κινεζική οικονομία.
Σκοπός της μεταφοράς των επενδύσεων από τις ΗΠΑ στην Κίνα ήταν η παραγωγή φθηνών προϊόντων, λόγω του εξαιρετικά χαμηλού εργατικού κόστους. Και τα φθηνά προϊόντα εξάγονταν πίσω στις ΗΠΑ, εκτοπίζοντας σιγά σιγά τα αντίστοιχα προϊόντα «made in the USA», από τα ράφια και τις προθήκες των καταστημάτων.
Όλοι ήταν χαρούμενοι. Η επιχειρηματική κοινότητα διότι αποκόμιζε κέρδη που δεν είχε φανταστεί. Οι καταναλωτές διότι έβλεπαν το κόστος των καταναλωτικών προϊόντων να μειώνεται. Και οι Κινέζοι διότι αφ’ ενός αποκτούσαν την τεχνογνωσία και την επιχειρηματική συνείδηση που δεν διέθεταν και αφ’ ετέρου δημιουργούσαν μια αστική τάξη που άρχιζε να ευημερεί, προερχόμενη από τις πτωχές αχανείς αγροτικές περιοχές της κινεζικής επαρχίας.
Με το πέρασμα των ετών η Κίνα άρχισε να αποκτά ένα υπολογίσιμο οικονομικό μέγεθος, να αποκτά επιχειρηματική αντίληψη και εμπειρία και να αντιγράφει οτιδήποτε παρήγαγε. Για να φτάσουμε σήμερα στο σημείο η Κίνα να κατασκευάζει κάθε τι που έχει σχέση με τη βαριά βιομηχανία της Δύσης, αλλά και με την ψηφιακή τεχνολογία. Εμφανίζοντας μια και μοναδική υστέρηση, στην κατασκευή ειδικών chips τα οποία είναι απαραίτητα στις εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης.
Και γι’ αυτό βλέπουμε οι ΗΠΑ να ζητούν από τις «φιλικές» τους δυνάμεις να αποφεύγουν να προμηθεύουν με chips της κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας, ασκώντας με αυτόν τον τρόπο ένα αυστηρό εμπάργκο.
Η «εισβολή» των προϊόντων «made in China» ή «made in PRC», οδήγησε στον εκτοπισμό των ηλεκτρικών συσκευών, ακόμα και τεχνολογικών προϊόντων, αλλά και EV αυτοκινήτων «made in USA» από τις προτιμήσεις των Αμερικανών καταναλωτών. Κι έτσι φτάσαμε στο ξέσπασμα του πρώτου εμπορικού και τεχνολογικού πολέμου και της επιβολής δασμών κατά της Κίνας, επί προεδρίας Τραμπ το 2017.
Το Πεκίνο είχε αντιδράσει όπως ήταν φυσικό. Έκανε αναφορά στις τρεις κατευθυντήριες θεμελιώδεις και μακροπρόθεσμες γραμμές που είχαν τεθεί από τον πρώην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ. Στον αμοιβαίο σεβασμό, στην ειρηνική συνύπαρξη και στην αμοιβαία επωφελή συνεργασία. Και οι αντιδράσεις συνεχίζονται.
Εκτός όμως από την Κίνα, σήμερα στο μάτι του κυκλώνα των αμερικανικών δασμών μπαίνει και ο Καναδάς και η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Μεξικό. Και αυτό είναι περίεργο. Διότι τόσο ο Καναδάς όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελούν τους κοντινότερους πολιτικούς, στρατιωτικούς και οικονομικούς συμμάχους των ΗΠΑ. Αλλά και το Μεξικό είναι η χώρα στην οποία έχει μεταφερθεί η παραγωγική μηχανή ενός μεγάλου αριθμού από ισχυρές αμερικανικές επιχειρήσεις που αποφάσισαν να απομακρυνθούν επιχειρηματικά από την Κίνα.
Είναι φανερό ότι ο Λευκός Οίκος είναι έτοιμος να παραβεί τους διεθνείς οικονομικούς κανόνες, τους οποίους οι ίδιες οι ΗΠΑ έχουν σχεδιάσει και επιβάλει για δεκαετίες. Οι κανόνες της παγκοσμιοποίησης, των ανοικτών εμπορικών συνόρων, του ανταγωνισμού.
Το παιχνίδι αλλάζει με απόφαση και πάλι των ΗΠΑ, αφού οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν μεταβάλει τις διεθνείς οικονομικές και πολιτικές ισορροπίες. Και οι καινούργιες ισορροπίες αποδεικνύεται ότι έχουν ωφελήσει τους οικονομικούς ανταγωνιστές των ΗΠΑ. Παρ’ όλο που η μεταφορά της βιομηχανικής παραγωγής των ΗΠΑ στην Κίνα, το Βιετνάμ, το Μεξικό και την Ινδία αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί κομβική στρατηγική και επιχειρηματική απόφαση των ΗΠΑ.
Ορισμένοι αναλυτές ομιλούν για ένα απλό ανακάτωμα της τράπουλας. Άλλοι αναφέρονται στο τέλος της εποχής της παγκοσμιοποίησης. Το μόνο σίγουρο είναι ότι πίσω από κάθε απόφαση του σημερινού προέδρου των ΗΠΑ, κυριαρχούν περισσότερο τα οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα και λιγότερο οι διεθνείς πολιτικές αρχές και θέσεις.
Όπως ανέφερε και ο CIO ενός μικρού fund στο Λονδίνο, το οποίο κέρδισε μέσα σε 16 ώρες, $39 εκατ. τοποθετώντας $308 χιλιάδες στο meme coin $TRUMP, «it’s time to make big money». Ίσως, αυτή να είναι και η πεμπτουσία της επόμενης τετραετίας στις ΗΠΑ.