Η ελληνική οικονομία σύμφωνα με τις σημερινές εκτιμήσεις αναμένεται για το 2022 να καταγράψει ρυθμό ανάπτυξης από 5,28% έως 5,5% με τον πληθωρισμό να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα και γύρω στο 10%. Το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο φέτος τοποθετείται στο -2,5%. Το ερώτημα που υφίσταται είναι κατά πόσο οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ ταιριάζουν με τη μεγάλη εικόνα της ελληνικής οικονομίας. Πιστεύω πως οι παρεμβάσεις που ανακοινώθηκαν έχουν τέσσερα σκέλη. Το πρώτο έχει να κάνει με το ενεργειακό κόστος και την αναδιανομή εισοδήματος που απαιτείται λόγω πληθωρισμού, παρεμβάσεις.
Το δεύτερο σκέλος αφορά στις μεσομακροπρόθεσμες εξαγγελίες που έχουν σχέση με το κυβερνητικό πρόγραμμα περί μείωσης των φορολογικών βαρών. Το τρίτο σκέλος έχει να κάνει με το πρωτότυπο σχέδιο για τη στέγη που οφείλεται βεβαίως στην επιδείνωση του στεγαστικού προβλήματος που αφορά όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά παρατηρείται διεθνώς σε όλο τον κόσμο. Και αυτό γιατί η προηγούμενη δεκαετία δεν περιελάμβανε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της οικιστικής υποδομής και αυτό είναι που δημιουργεί στενότητα προσφοράς και άρα αύξηση των ενοικίων και του κόστους κατασκευής. Το τελευταίο σκέλος έχει να κάνει με τα εθνικά ζητήματα, το οποίο υποδηλώνει τη διατήρηση των στρατιωτικών δαπανών σε υψηλά επίπεδα.
Η στόχευση των μέτρων που εξαγγέλθηκαν είναι να διατηρηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης για φέτος με βάση τις παραπάνω εκτιμήσεις, γεγονός που θα οδηγήσει την Ελλάδα στο να έχει πρωτεύουσα θέση στην ανάπτυξη της Ευρώπης, όσον αφορά στον ρυθμό μεγέθυνσης. Κάτι που είναι ιδιαιτέρως θετικό για τη χώρα, καθώς θα μειωθεί η ανεργία, ενώ αυξάνεται η απασχολησιμότητα. Ταυτοχρόνως το χρέος παραμένει σε διαχειρίσιμα επίπεδα βοηθούσης και της ΕΚΤ.
Η κυβέρνηση πρέπει να συμβάλλει στη διατήρηση του αναπτυξιακού momentum και τον επόμενο χρόνο και τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν έχουν και αυτή τη στόχευση. Το επόμενο έτος απαιτεί μεγάλη προσοχή γιατί αναμένουμε να υπάρξει ύφεση κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη και ειδικότερα στη Γερμανία. Βέβαια, δεν αναμένεται βαθιά ύφεση, αλλά αρνητική ανάπτυξη ενδεχομένως του -1% στο πρώτο τρίμηνο. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε την πιθανότητα να υπάρξει ύφεση και στο δεύτερο τρίμηνο.
Μέσω των εξαγγελιών επιχειρείται ο μετριασμός των επιπτώσεων της ύφεσης που αναμένεται στην Κεντρική Ευρώπη, στην ελληνική οικονομία. Του χρόνου οι εκτιμήσεις για το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο αναμένεται γύρω στο +1,5% αλλά και ο ρυθμός ανάπτυξης αρκετά χαμηλότερος του παρόντος έτους. Η ελληνική οικονομία εν ολίγοις κινείται οριακά, στην «κόψη του ξυραφιού» με το στοίχημα να είναι η διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας.
* Ο Παναγιώτης Πετράκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και διατελεί Διευθυντής του Τομέα Ιστορίας, Οικονομικής Ανάπτυξης και Διεθνούς Οικονομικής του ΕΚΠΑ.