Επισπεύδει τις διαδικασίες για την άνοδο των επιτοκίων η αμερικανική κεντρική τράπεζα FED. Ενώ τον Δεκέμβριο προγραμμάτιζε τρεις αυξήσεις επιτοκίων για το 2022, προ ημερών ανακοίνωσε ότι θα γίνουν τέσσερις αυξήσεις σε διαφορετικές ημερομηνίες, ξεκινώντας ήδη από τον Μάρτιο.
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) φαίνεται πιο διστακτική, όπως τονίζει σε δημοσίευμά της η Deutsche Welle. Μέχρι στιγμής δεν έχει εξαγγείλει παρά μόνο την «αρχή του τέλους» για το πολυδάπανο πρόγραμμα εξαγοράς ομολόγων στη δευτερογενή αγορά. Ναι μεν θέλει να ανεβάσει και εκείνη τα επιτόκια, αλλά όχι πριν ολοκληρώσει το τρέχον πρόγραμμα ομολόγων (APP) ύψους 20 δισ. ευρώ.
Στο μεταξύ φαίνεται ότι εντός της ΕΚΤ ακούγονται περισσότερες και διαφορετικές απόψεις επί του θέματος. Μέχρι σήμερα η κοινή επωδός ήταν ότι ο πληθωρισμός αποτελεί «προσωρινό φαινόμενο», που μπορεί να οφείλεται κατά κύριο λόγο σε συγκυριακούς παράγοντες, όπως η επαναφορά υψηλότερων συντελεστών ΦΠΑ στη Γερμανία στις αρχές του 2021.
Σήμερα όμως τον πληθωρισμό πυροδοτούν κυρίως οι συνεχώς αυξανόμενες τιμές της ενέργειας, μετά τη σημαντική υποχώρηση που είχαν καταγράψει το 2021, πρώτο έτος της πανδημίας.
Πρόσφατα η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, επισήμανε τον κίνδυνο να αυξηθεί περαιτέρω ο δομικός πληθωρισμός (στον οποίο δεν συνυπολογίζονται οι τιμές των τροφίμων και της ενέργειας), λόγω των ενεργειών που απαιτούνται για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Διαφορετική άποψη φαίνεται να εκφράζει ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Φίλιπ Λέιν, μιλώντας στην ιταλική οικονομική επιθεώρηση Il Sole 24 Ore. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, το ζήτημα είναι ότι έχει αρχίσει μία συζήτηση για τους δομικούς παράγοντες που οδηγούν σε άνοδο του πληθωρισμού και σε αυτούς πολλοί συμπεριλαμβάνουν πλέον την απομείωση της παγκοσμιοποίησης, την απολιγνιτοποίηση στη βιομηχανία, καθώς και δημογραφικούς παράγοντες.
«Μόνο και μόνο η μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στην 'πράσινη' ενέργεια είναι μία ιδιαίτερα ακριβή υπόθεση», τονίζει ο Κάρστεν Μπζέσκι, επικεφαλής οικονομολόγος της ING Deutschland.
Ένα από τα διδάγματα, που αντλούν μεγάλες επιχειρήσεις από την κρίση της πανδημίας, είναι ότι επαναφέρουν μεγάλο μέρος της παραγωγής σε κοντινή απόσταση, προκειμένου να αποφύγουν μεγαλύτερες διαταραχές στην ανεφοδιαστική αλυσίδα. Την άνοδο των τιμών ευνοεί σε αυτή την περίπτωση και η έλλειψη επαρκούς και καταρτισμένου εργατικού δυναμικού.
«Πρόκειται μάλλον για μακροχρόνια τάση», εκτιμά ο οικονομολόγος Κάρστεν Μπζέσκι, επισημαίνοντας ότι ο διεθνής καταμερισμός εργασίας στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, αλλά και η ψηφιοποίηση της οικονομίας είχαν συμβάλει αποφασιστικά στη μείωση των τιμών τα προηγούμενα χρόνια. Ο ίδιος θεωρεί ότι η ΕΚΤ δεν συνυπολογίζει τις αλλαγές αυτές στα οικονομετρικά της μοντέλα.
Για τον επικεφαλής οικονομολόγο της Commerzbank Γιεργκ Κρέμερ είναι θεμιτό να αρχίσει αυτή η συζήτηση, καθώς «ο,τιδήποτε άλλο θα ήταν τρομακτικό».
Προς το παρόν πάντως, τονίζει ο Κρέμερ, η ΕΚΤ έχει «πατήσει γκάζι» στις αγορές ομολόγων, παρά τις διακηρύξεις ότι σε εύθετο χρόνο θα τερματιστεί το αποκαλούμενο «πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας» (PEPP) και αυτό σημαίνει ότι υποβαθμίζει τον κίνδυνο πληθωρισμού, στον οποίο συμβάλλουν και οι υψηλές μισθολογικές αυξήσεις των τελευταίων μηνών.
«Η έξοδος από τη χαλαρή νομισματική πολιτική θα δρομολογηθεί με βασανιστικά αργούς ρυθμούς», προβλέπει ο Κρέμερ και θεωρεί απίθανη μία αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ εντός του έτους.
Αλλά και ο Κάρστεν Μπζέσκι της ING θεωρεί πρόωρη μία «στροφή» στην πολιτική επιτοκίων πριν από τις αρχές του 2023. Τι θα γίνει όταν αυξηθούν τα επιτόκια; «Τα υψηλά επιτόκια θα επιβραδύνουν τις προσπάθειες για ανόρθωση της οικονομίας μετά την πανδημία», υποστηρίζει πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Μακροικονομίας (ΙΜΚ) στο Ίδρυμα Χανς Μπέκλερ, που πρόσκειται στα συνδικάτα.
Πηγή: DW