Σήμερα, περισσότερο από ποτέ απειλούνται οι δυτικές οικονομίες με τα τεράστια εμπορικά ελλείμματα κυρίως με την Κίνα. Εξ αιτίας της «μετανάστευσης» του πλούτου προς τις ασιατικές χώρες μέσω των εμπορικών ελλειμμάτων των εισαγωγών - εξαγωγών, οι δυο μεγαλύτερες παγκόσμιες οικονομίες της Ε.Ε, και των ΗΠΑ τα τελευταία 11 έτη, έχουν απώλειες μόνο με το εμπορικό έλλειμμα με την Κίνα, περίπου €2 τρισ. και €3,5 τρισ. αντίστοιχα, και αθροιστικά πάνω από $5,5 τρισ. Το εμπορικό έλλειμμα της Ε.Ε. το 2022 ήταν 395 δισ. το υψηλότερο από ποτέ και το 2023 έφθασε στα €291 δισ.
Εάν τα χρήματα που μεταναστεύουν λόγω των εμπορικών ελλειμμάτων δεν αναπληρωθούν, οι πολίτες θα απολέσουν αντίστοιχα εισοδήματα, καθώς τα αντίστοιχα ποσά δεν θα δαπανηθούν. Τα χρήματα που δαπανά κάποιος ανεξάρτητα εάν τα έχει δανειστεί ή προέρχονται από τις αποταμιεύσεις του, αποτελούν εισόδημα για κάποιον άλλο που του πώλησε το αγαθό ή την υπηρεσία.
Η «μετανάστευση» των χρημάτων οδηγεί σε μείωση της ζήτησης, άρα μείωση του τζίρου των επιχειρήσεων, που σημαίνει συρρίκνωση ή χρεοκοπίες των επιχειρήσεων με αποτέλεσμα τις απολύσεις προσωπικού και αύξηση της ανεργίας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις απέναντι στην Κίνα, καθώς αποτελεί έναν κρίσιμο οικονομικό παράγοντα και ταυτόχρονα ένα αδύναμο σημείο για τη Δύση. Χωρίς να αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο των εμπορικών ελλειμμάτων, διατηρεί ανοιχτές τις πύλες της σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας όπως ηλεκτρικά αυτοκίνητα, μπαταρίες, ηλιακοί συλλέκτες και ανεμογεννήτριες, κατακλύζοντας την ευρωπαϊκή αγορά με κινέζικα προϊόντα τα οποία παράγονται με κάρβουνο κατά-ρυπαίνοντας τον πλανήτη έχοντας 10 φορές φθηνότερο ενεργειακό κόστος από την ΕΕ.
Αυτή η δυναμική οφείλεται στην προσκόλληση της Ευρώπης σε ένα αναχρονιστικό μοντέλο ελεύθερου εμπορίου και τις εσωτερικές διαιρέσεις, κυρίως λόγω της μερκαντιλιστικής προσέγγισης της Γερμανίας προς την Κίνα. Αυτό εκδηλώνεται παρά τις οικονομικές, στρατηγικές και ηθικές δυσκολίες που βιώνει η Γερμανία στην αντιμετώπιση της Ρωσίας, δείχνοντας μια αντίφαση στην ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική. Η παρούσα κατάσταση υπονομεύει τη συνοχή και την οικονομική ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς αντιμετωπίζει τις επιπλοκές μιας παγκοσμιοποιημένης αγοράς που περιπλέκεται από τη στρατιωτικοποίηση και τις πολυμερείς συγκρούσεις.
Η κεντρική τράπεζα της Κίνας αντιμετωπίζει αρκετούς περιορισμούς που την καθιστούν επιφυλακτική, όπως το ασθενέστερο γουάν και τα αυξημένα επίπεδα χρέους της οικονομίας που ξεπερνούν το 300%. Έτσι είναι δύσκολο να ακολουθηθεί η συνήθης στρατηγική: να αυξηθούν οι κρατικές δαπάνες, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος και να κάνουν συντονισμένη νομισματική και δημοσιονομική χαλάρωση, για να αποφύγουν την παγίδα αποπληθωρισμού και χρέους. Ακόμα και η Ιαπωνία που δεν δεσμευόταν από κομματικές ιδεοληψίες δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τα ίδια προβλήματα που εμφάνισε η οικονομία της πριν από 30 χρόνια, με αποτέλεσμα ενώ οι 32 από της 50 μεγαλύτερες εταιρείες παγκοσμίως ήταν Ιαπωνικές το 1989, σήμερα έχε μείνει μόνο μια, η Τουγιότα στην 42η θέση, καταλήγοντας με το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στον κόσμο και χωρίς ουσιαστική ανάπτυξη τα τελευταία 30 χρόνια.
Η Κίνα έχει φθάσει σε σημείο κορεσμού στην ανάπτυξη, όπως στο παρελθόν η Ιαπωνία. Πριν από την πανδημία συνέβαλε στο 1/3 του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ το 2022 μειώθηκε περίπου στο ¼. Ο αποπληθωρισμός επηρεάζει και το χρηματιστήριό της, καθώς η ταυτόχρονη μείωση και του δείκτη τιμολόγησης παραγωγού δείχνει ότι οι εταιρείες χάνουν την τιμολογιακή τους ισχύ, άρα χάνουν τα κέρδη τους. Χωρίς μια υγιή δόση πληθωρισμού, ο οποίος βοηθά στην αύξηση των εταιρικών εσόδων και κερδών, οι δυσκολίες ήλθαν και για το χρηματιστήριο.
Οι επενδύσεις στον τομέα των ακινήτων σημείωσαν μια σημαντική πτώση στο πρώτο τρίμηνο του 2024, με μείωση 9,5% σε ετήσια βάση. Η συρρίκνωση αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη στις πωλήσεις ακινήτων, οι οποίες μειώθηκαν περίπου 27%. Αυτό υποδεικνύει ότι ο τομέας παρουσιάζει συσσωρευμένα αποθέματα που δεν έχουν βρει αγοραστή, προκαλώντας περαιτέρω πτώση των τιμών και αναγκάζοντας τις επιχειρήσεις να περιορίσουν τις νέες επενδύσεις.
Η μείωση της συμβολής του τομέα των ακινήτων στο ΑΕΠ από περίπου 11% σε 6% από το 2023 αντιμετωπίζεται από την Κίνα από την αλλαγή της οικονομικής πολιτικής της Κίνας προς την προώθηση της καινοτομίας και της τεχνολογίας.
Η κινεζική κυβέρνηση επικεντρώνεται πλέον στην υποστήριξη τομέων υψηλής τεχνολογίας, αιολικών, ηλιακών προϊόντων, μπαταριών και στην παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων, τα οποία θα μπορούν να προσφέρουν μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία και ενδέχεται να είναι πιο βιώσιμα μακροπρόθεσμα από τις επενδύσεις στα ακίνητα.
Δεν αντιλαμβάνεται όμως ότι για να έχει η Κίνα εμπορικά πλεονάσματα, κάποιες άλλες χώρες θα πρέπει να έχουν εμπορικά ελλείμματα. Σήμερα, πλέον, οι δύο μεγάλες αγορές των ΗΠΑ και της ΕΕ δεν είναι διατεθειμένες να συνεχίσουν να έχουν τεράστια εμπορικά ελλείμματα με την Κίνα. Οι ΗΠΑ προτιμούν να εισάγουν από το Μεξικό, το οποίο παράλληλα εισάγει από τις ΗΠΑ με το πλεονέκτημα της εγγύτητας και της ασφάλειας, χωρίς να χρειάζονται τα εμπορεύματα να ταξιδεύουν από περιοχές που διαταράσσονται από τους κάθε Χούθι κλπ.
Μετά την Αμερική που αποσυνδέεται σταδιακά από την Κίνα, και η Ευρώπη αρχίζει να αναζητά εγγύτερους παραγωγούς ώστε να μη χρειάζεται τα εμπορεύματα να διασχίζουν τις θαλάσσιες διαδρομές που διαταράσσουν οι Χούθι και κάθε άλλος πρόθυμος.
Ο Κινέζος πρόεδρος διαβλέποντας την τάση της ΕΕ για αποσύνδεση από την αγορά της Κίνας όπως ήδη κάνουν οι ΗΠΑ, έρχεται σε ευρωπαϊκές χώρες της πρώην σοβιετικής Ένωσης για να συνάψει συμφωνίες με σκοπό να μεταφερθεί εκεί η πλεονάζουσα παραγωγική δυναμικότατα των εργοστασίων της ώστε να συνεχίσει να εξάγει δια της πλαγίας οδού στην ΕΕ όπως κάνει και μέσω του Μεξικού στις ΗΠΑ χωρίς τον κίνδυνο των δασμών. Επίσης, θα προσπαθήσει να αποτρέψει την ΕΕ να μειώσει το εμπόριο με την Κίνα και να μην επιβάλει δασμούς στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα της Κίνας (χώρες όπως η Τουρκία έχουν είδη επιβάλει 40% δασμούς στις εισαγωγές ηλεκτρικών αυτοκίνητων από Κίνα).
Οι Κινέζοι προβάλουν το επιχείρημα ότι τώρα έχουν πολύ φθηνά ηλιακά και αιολικά προϊόντα, τα οποία η ΕΕ έχει ανάγκη για την ενεργειακή της μετάβαση. Στην κινέζικη οικονομία η κερδοφορία βυθίζεται σε πολλές από αυτές τις εταιρείες και οι πόλεμοι τιμών μεταξύ τους λόγω της υπερβάλλουσας παραγωγής, μειώνουν τις τιμές εξαγωγών.
Ο Κινέζος πρόεδρος έρχεται να τονίσει ότι η προοπτική αποσύνδεσης των δυτικών χωρών από τις κινεζικές εισαγωγές στον τομέα της καθαρής ενέργειας όπως φωτοβολταϊκά πάνελ, ανεμογεννήτριες και άλλα στοιχεία της πράσινης υποδομής, μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του κόστους μετάβασης για την Ευρώπη. Εκτιμούν ότι αυτή η αποσύνδεση θα κοστίσει περίπου 4-6 τρισεκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως, ανεβάζοντας το συνολικό κόστος της ενεργειακής μετάβασης κατά 20%.
Το διεθνές εμπόριο δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ όταν γίνεται σε βάρος των χωρών που έχουν εμπορικά ελλείμματα και μάλιστα με αθέμιτο τρόπο (εξαγωγές σε τιμές κάτω του κόστους, χωρίς προστασία των εμπορικών σημάτων, με κρατικές επιδοτήσεις, τεχνητή υποτίμηση του γουάν, κλπ.).
* Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης