Βασικό είναι πλέον το δυσμενές σενάριο για την οικονομία, δηλαδή να τραβήξει ο πόλεμος μέχρι το καλοκαίρι. Σε αυτό, ο φετινός πληθωρισμός μπορεί να κλείσει λίγο κάτω του 8%, ενώ η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί στο 2,5%-3%, έναντι 5% των αρχικών προβλέψεων. Σωσίβιο, η συνέχιση των μέτρων στήριξης και οι καλές σχετικά επιδόσεις του τουρισμού, του οποίου τα έσοδα αναμένονται στο 70%-75% του 2019.
Στα παραπάνω νούμερα συνοψίζεται το βασικό σενάριο του ΙΟΒΕ για τη φετινή πορεία της οικονομίας, που μιλά για πληθωρισμό σε υψηλά επίπεδα δεκαετιών, για μικρότερη αύξηση στην ιδιωτική κατανάλωση, αλλά και για αντοχές στην ανάπτυξη συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ. Υπάρχει και το αισιόδοξο σενάριο, όπου η ανάπτυξη θα μπορούσε να πιάσει και επίπεδα 4,5%-5%.
Τόσο στο ένα, όσο και στο άλλο σενάριο, η πρόβλεψη για τον πληθωρισμό είναι εφιαλτική. «Το τζίνι έχει απελευθερωθεί από το μπουκάλι», όπως είπε ο κ. Βέττας και η προσδοκία ότι θα επιστρέψει σύντομα σε επίπεδα 2% έχει ανατραπεί. Κυρίως όμως δεν διαφαίνεται να υπάρχει μηχανισμός αποκλιμάκωσης μετά το 2022, φέρνοντας σε μεγάλο δίλημμα τις κεντρικές τράπεζες να πρέπει σε συνθήκες υποτονικής ανάπτυξης, να αυξήσουν τα επιτόκια ώστε να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό.
Τι θα συμβεί αν ο πόλεμος διαρκέσει μήνες;
Η απάντηση στο ερώτημα είναι ότι θα δούμε διψήφιο πληθωρισμό στην Ευρώπη, ενισχύοντας τις πιέσεις σε νοικοκυριά και κυβερνήσεις, οι οποίες θα αναγκαστούν να ρίξουν πολύ περισσότερα κεφάλαια σε πακέτα στήριξης. Δεύτερον, ο υψηλός πληθωρισμός θα υποσκάψει τις δυνατότητες ανάπτυξης, ενώ η παρατετατμένη αβεβαιότητα θα πλήξει τις επενδύσεις. Τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα, αφού με χαμηλότερες επενδύσεις και μεγάλη αβεβαιότητα, κανείς δεν θα μπορεί να αποκλείσει αναταραχές στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Ενα σενάριο που θα μας απασχολήσει από το φθινόπωρο και μετά, εφόσον μέχρι τότε ο πόλεμος δεν έχει οδηγηθεί σε κάποια λύση, και οι κυρώσεις συνεχίζονται, όπως είπε ο κ. Βέττας. Η αλήθεια είναι ότι οι επιπτώσεις ενός τέτοιου ενδεχομένου δεν έχουν μετρηθεί, ωστόσο εφόσον φτάσουμε εκεί, προφανώς και η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει τον κίνδυνο ύφεσης για το 2023, από την οποία δεν θα μπορέσει να ξεφύγει και η Ελλάδα. «Δύσκολα μπορεί να δούμε την Ευρώπη σε ύφεση και εμείς να τρέχουμε», όπως είπε ο κ. Βέττας, κάνοντας λόγο σε μια τέτοια περίπτωση για παρατεταμένη αναταραχή, επενδύσεις που θα ακυρωθούν και μέγιστη αβεβαιότητα. «Απαιτείται σε κάθε περίπτωση απόλυτα στοχευμένη πολιτική, ώστε οι επενδυτές να μπορούν να πουν σε μια τέτοια περίπτωση για την Ελλάδα «είναι μια χώρα όπου αξίζει κανείς να επενδύσει», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Το ρεύμα θα παραμείνει ψηλά
Στο ερώτημα πόσο απαραίτητη είναι μια ευρωπαϊκή απάντηση για να μειωθούν οι τιμές στο ρεύμα, η απάντηση του ΙΟΒΕ είναι ότι σε συνθήκες μη ομαλότητας, όπως αυτή, το ευρωπαϊκό μοντέλο της αγοράς ενέργειας δεν λειτουργεί. Συνέχιση μιας γενικευμένης αύξησης τιμών στην Ευρώπη θα πυροδοτήσει κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις, επομένως η ευρωπαϊκή αντίδραση εξυπακούεται. Αναμένει κανείς ότι θα υπάρξουν παρεμβάσεις, οι οποίες θα αμβλύνουν το κόστος, χωρίς μεσοπρόθεσμα να επιλύουν το πρόβλημα για λόγους που συνδέονται τόσο με την απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο, όσο και δομικούς. Στο μέτωπο του ρωσικού αερίου, η απεξάρτηση από αυτό σε ορίζοντα 1-2 ετών, δεν είναι εφικτή. Οσο για τον τρόπο διαμόρφωσης των ενεργειακών τιμών, ο τρόπος με τον οποίο προκύπτει η τιμή στο ρεύμα (λιανική, χονδρική), ναι μεν δεν είναι λανθασμένος αλλά αφορά περιόδους ομαλότητας.
Δύσκολα θα μειωθεί το έλλειμμα
Η μεγάλη εικόνα σύμφωνα με την έκθεση του ΙΟΒΕ είναι ότι έπειτα από μια διετία (2020-2021) μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, οι νέες ανάγκες στήριξης των νοικοκυριών, θα δυσκολέψουν το στόχο να μειωθεί το έλλειμμα. Στα καλά νέα είναι ότι το οικονομικό κλίμα ακόμη αντέχει, ο μέσος μισθός στην οικονομία αυξάνεται (από 1η Μαίου αυξάνεται ο κατώτατος μισθός), η βιομηχανική παραγωγή συνεχίζει να ενισχύεται, αλλά καταγράφεται κόπωση λόγω του κόστους της ενέργειας. Στον τουρισμό, τα πρώιμα σημάδια είναι θετικά, ωστόσο το ερωτηματικό αφορά στο έσοδο που θα αφήσουν πίσω οι τουρίστες, λόγω της διεθνούς ακρίβειας και της αύξησης του κόστους.
Δείτε ολόκληρη την έκθεση του ΙΟΒΕ.