Η σιγουριά που υπάρχει αυτή την εποχή στην αγορά συναλλάγματος, αλλά και τις αγορές μετοχών, ομολόγων και εμπορευμάτων, σχετικά με την μελλοντική πορεία του Ευρώ απέναντι στο αμερικανικό δολάριο, είναι κάτι που δεν βλέπουμε συχνά. Υπάρχει ένα είδος ομοφωνίας, καθώς οι περισσότεροι αναλυτές και επενδυτές θεωρούν αναπόφευκτη την συνέχιση της πτωτικής πορείας του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Άλλοι περιμένουν να φτάσουμε σε μία ισοτιμία της τάξεως των 0,95 Ευρώ ανά δολάριο, άλλοι βλέπουν σε βάθος μερικών μηνών να πλησιάζουμε τα χαμηλά που είχαν σημειωθεί το 2002 όταν με ένα ευρώ αγόραζες 0,82 δολάρια, άλλοι εκτιμούν πως το νόμισμά μας απλά δεν θα έχει την δύναμη να ανακάμψει.
Το κλίμα αυτό επικρατεί εδώ και πολλούς μήνες και ενισχύεται καθώς το ευρώ κατεβαίνει σταθερά απέναντι στο αμερικανικό νόμισμα. Τα πιθανά αίτια αυτής της κίνησης, εκτός από το γεγονός πως η ψυχολογία μερικές φορές λειτουργεί αυτοτροφοδοτικά και ενισχύει μία υπάρχουσα τάση, δεν είναι δύσκολο να εντοπισθούν, διίστανται όμως οι απόψεις σχετικά με την βαρύτητα αυτών των αιτίων. Μεγάλο ρόλο έχει παίξει η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων αναφοράς στις ΗΠΑ και την Ευρωζώνη, καθώς και οι προσδοκίες για την εξέλιξη αυτής της διαφοράς.
Κοιτώντας ένα διάγραμμα μπορεί κάποιος να δει πως η πτώση ξεκίνησε κάποια στιγμή πριν περίπου έναν χρόνο, όταν άρχισε να διαφαίνεται πως η αμερικανική κεντρική τράπεζα δεν θα μπορούσε να αποφύγει την αύξηση των επιτοκίων της. Η πτώση άρχισε να γίνεται πιο απότομη όταν άρχισε τελικά η άνοδος των επιτοκίων, φέτος τον Μάρτιο και συνεχίζεται μέχρι τώρα καθώς η Fed έχει ήδη προχωρήσει σε τρεις αυξήσεις και ετοιμάζεται για την τέταρτη, ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα κάνει την πρώτη της κίνηση μέσα στις επόμενες ημέρες. Εκτός από την διαφορά των επιτοκίων, η οποία κάνει το αμερικανικό νόμισμα πολύ πιο ελκυστικό και προσελκύει επενδυτές, πολύ σημαντικό ρόλο έχει παίξει και ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Η ευρωπαϊκή οικονομία έχει πληγεί καίρια από την μεγάλη αύξηση του κόστους των καυσίμων και του ηλεκτρικού ρεύματος δημιουργώντας την εντύπωση πως θα βρεθεί σύντομα σε κατάσταση ύφεσης. Η εντύπωση αυτή έχει εξελιχθεί σε βεβαιότητα, καθώς οι αγορές ξέρουν πως αν σταματήσει εντελώς η ροή φυσικού αερίου από την Ρωσία προς την Γερμανία και την Ευρώπη, όπως πιθανολογείται πως θα γίνει σύντομα, το πλήγμα στην βιομηχανική παραγωγή και γενικά την οικονομική δραστηριότητα θα είναι πολύ ισχυρό και θα φέρει την ευρωπαϊκή οικονομία σε πολύ χειρότερη κατάσταση από την αμερικανική.
Δεν είναι ανάγκη να ψάξουμε πιο βαθιά για να κάνουμε τα αίτια της πτώσης πιο συγκεκριμένα. Αυτό που μετράει είναι πως η πτώση είναι πραγματική, κρατάει πλέον εδώ και αρκετούς μήνες και έχει πραγματικές συνέπειες στην οικονομία της Ευρώπης και ειδικότερα της Ευρωζώνης, στην ζωή των πολιτών, στην λειτουργία των επιχειρήσεων και τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Είναι ξεκάθαρο πως το «φθηνό» Ευρώ κάνει πιο ακριβές τις εισαγωγές προϊόντων, τροφίμων, πρώτων υλών και καυσίμων.
Οπωσδήποτε λοιπόν κάνει ακόμα μεγαλύτερο το πρόβλημα του πληθωρισμού. Στο Reuters διαβάσαμε τις εκτιμήσεις οικονομολόγων της μεγάλης ασφαλιστικής εταιρείας Allianz, οι οποίοι υπολογίζουν πως μία υποτίμηση του Ευρώ κατά 9% ανεβάζει κατά σχεδόν μία ποσοστιαία μονάδα τον ετήσιο πληθωρισμό της Ευρωζώνης. Αν λάβουμε υπόψη μας πως η πτώση του Ευρώ πλησιάζει το 16% από τα περσινά επίπεδα, αντιλαμβανόμαστε πως, σύμφωνα με αυτές τις εκτιμήσεις, ο πληθωρισμός έχει ενισχυθεί κατά περίπου 1,75% μόνο από την υποτίμηση του Ευρώ.
Το πρόβλημα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο αφού όλες σχεδόν οι τιμές των καυσίμων και των υπόλοιπων προϊόντων εκφράζονται σε δολάρια. Ένα άλλο κακό έχει σχέση με την συμπεριφορά των διεθνών επενδυτών, οι οποίοι πάντα έχουν το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεών τους σε δολαριακά περιουσιακά στοιχεία, τα οποία διστάζουν να εγκαταλείψουν όταν το δολάριο είναι πολύ δυνατό, όπως αυτή την περίοδο δηλαδή. Έτσι, είναι πολύ «κουμπωμένοι» απέναντι στις ευρωπαϊκές μετοχές και τα ομόλογα, κάτι που ισχύει βέβαια και για τις αναδυόμενες αγορές, όχι μόνο στην Ευρώπη. Ένα άλλο αρνητικό αυτής της κατάστασης είναι το γεγονός πως το «φθηνό» ευρώ βοηθά στην διαιώνιση των μεγάλων εμπορικών πλεονασμάτων της Γερμανίας, που είναι ένας από τους βασικότερους παράγοντες ανισορροπίας και αστάθειας μέσα στην Ευρωζώνη.
Το γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα μπορεί να μειώθηκε σημαντικά τους τελευταίους μήνες, αλλά αυτό οφείλεται περισσότερο σε προσωρινούς και όχι μόνιμους παράγοντες, κυρίως στην αύξηση του κόστους των εισαγωγών λόγω της ανόδου της τιμής των καυσίμων και των πρώτων υλών. Η χαμηλή ισοτιμία του ευρώ απέναντι στο δολάριο δεν πρόκειται να ενθαρρύνει τους Γερμανούς πολίτες να αυξήσουν τις δαπάνες τους, αλλά θα ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις τους να συνεχίσουν να βασίζονται στις εξαγωγές.
Μιλώντας για τις γερμανικές εξαγωγές, πρέπει να ομολογήσουμε πως αν κάποιος μας έλεγε πριν έναν χρόνο πως το ευρώ θα είχε την τωρινή του ισοτιμία, θα περιμέναμε να δούμε τις τιμές των μετοχών των μεγάλων γερμανικών εξαγωγικών βιομηχανιών να βρίσκονται στα ύψη. Αυτή την στιγμή συμβαίνει το αντίθετο, και οι πιο πολλές σημειώνουν συνεχώς χαμηλότερες τιμές. Ο λόγος είναι απλός: οι επενδυτές προεξοφλούν μερικώς το ενδεχόμενο διακοπής της αποστολής φυσικού αερίου από την Ρωσία προς την Γερμανία προς το τέλος του Ιουλίου, θεωρώντας πως σε μία τέτοια περίπτωση το χαμηλό ευρώ θα είναι δώρον – άδωρον γι’ αυτές, αφού τα μισά εργοστάσιά τους μπορεί να είναι εκτός λειτουργίας. Αν όμως δεν κοπεί το αέριο, ή αν κοπεί και οι συνέπειες δεν είναι τελικά τόσο σοβαρές, οι μετοχές αυτών των επιχειρήσεων, όπως και άλλων παρόμοιων σε όλη την Ευρωζώνη, ακόμα και στην Ελλάδα, θα αποδειχθούν μεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες.
Μία συνέπεια του χαμηλού ευρώ είναι και η αύξηση των εσόδων από τον τουρισμό, καθώς την Ευρωζώνη επισκέπτονται πολλά εκατομμύρια αμερικανοί τουρίστες, για τους οποίους το ισχυρό δολάριο είναι ένα σημαντικό bonus. Αυτό βέβαια αφορά άμεσα την χώρα μας, που φέτος φαίνεται πως θα έχει μία πολύ καλή τουριστική χρονιά, και με την συμμετοχή των αμερικανών τουριστών, όπως είδαμε πολύ πρόσφατα και με τον θρύλο του μπάσκετ Μάτζικ Τζόνσον.
Μία έμμεση θετική συνέπεια είναι και η αύξηση των εσόδων από την εμπορική ναυτιλία, καθώς το ισχυρό δολάριο συνδυάζεται με τον αυξημένο κύκλο εργασιών και την εντυπωσιακή κερδοφορία των ελληνικών ναυτιλιακών επιχειρήσεων. Και όσον αφορά τις ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις, σίγουρα ευνοούνται όσες από αυτές πραγματοποιούν εξαγωγές, ειδικά προς τις ΗΠΑ, ή όσες τιμολογούν τα προϊόντα τους με βάση το αμερικανικό δολάριο.
Προσπαθώντας να συνοψίσουμε λίγο, αυτή την στιγμή οι αγορές αποφεύγουν να ασχοληθούν με τα θετικά αποτελέσματα της μεγάλης πτώσης του ευρώ, καθώς κυριαρχεί ο φόβος της μεγάλης ενεργειακής αναταραχής, η οποία μπορεί να γίνει ακόμα πιο μεγάλη ανάλογα με τις διαθέσεις του Ρώσου προέδρου και της Gazprom. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως η αγορά συναλλάγματος έχει το ένα της μάτι στην χρηματιστηριακή τιμή του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου (Dutch TTF Futures).
Έτσι, και το ευρώ αδυνατεί να ανακάμψει και οι μετοχές των βιομηχανικών, και πολλών άλλων, επιχειρήσεων βρίσκονται στα αζήτητα. Θα αποφύγουμε επιμελώς οποιαδήποτε πρόβλεψη για το μέλλον αυτής της πολύ βασικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, θα τολμήσουμε όμως να πούμε πως μέσα στο επόμενο δεκαπενθήμερο θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε αν οι αγορές λειτουργούν πραγματικά σαν προεξοφλητικός μηχανισμός. Η αντίδρασή τους στις αναμενόμενες αυξήσεις επιτοκίων, την τέταρτη στην σειρά για την Fed και την πρώτη της ΕΚΤ, αλλά και στις οποιεσδήποτε εξελίξεις σχετικά με τον αγωγό Nord Stream 1 και το ρωσικό φυσικό αέριο θα μας δείξουν αν οι επενδυτές έχουν φέρει το ευρώ στα τωρινά επίπεδα έχοντας συνυπολογίσει τα πολύ αρνητικά σενάρια ή όχι.