Στο εκρηκτικό 5,5% ανεβάζει τον πήχη για τη φετινή ανάπτυξη το ΙΟΒΕ στο καλό σενάριο, εφόσον δηλαδή δεν υπάρξει ισχυρή έξαρση της πανδημίας και αντέξει ο τουρισμός, αναβαθμίζοντας αισθητά τις προηγούμενες προβλέψεις του. Ακόμη όμως και στο κακό σενάριο, και πάλι η εκτίμηση του ιδρύματος οικονομικών ερευνών, μιλά για ανάπτυξη 3%, ποσοστό όχι πολύ μακριά από τις προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών για την τρέχουσα χρονιά.
Στην πράξη, αυτό που λέει το ΙΟΒΕ είναι ότι παρά τις όποιες ανησυχίες για τη μετάλλαξη «Δέλτα» και την απότομη άνοδο των τιμών, η ελληνική οικονομία έχει μπροστά της ένα τεράστιο παράθυρο ευκαιρίας, το οποίο δεν πρέπει επουδενί να χαθεί. Σε βάθος πάντως 4-5 ετών, οι αναλυτές του ΙΟΒΕ βλέπουν ότι υπάρχουν οι προϋποθέσει, ώστε η ελληνική οικονομία να τρέχει με ρυθμό 3% ή και περισσότερο.
Διαφορετικά και μετά από μια πρόσκαιρη ανάπτυξη ενός-δύο ετών, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας, θα έχουμε ξανά πρόβλημα, γεγονός που δεν θα κάνει την Ελλάδα ελκυστικός τόπο για επενδυτικά κεφάλαια. «Κάποιοι στη Βόρεια Ευρώπη φοβούνται ότι αν τα ευρωπαϊκά κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης δεν πιάσουν τόπο στην περιφέρεια, τότε θα ενισχυθούν οι φωνές που έλεγαν πως τα χρήματα στο Νότο θα πάνε χαμένα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται», όπως ανέφερε με νόημα ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας.
Στο βασικό σενάριο του ΙΟΒΕ, εφόσον δεν σημειωθεί νέα έξαρση της πανδημίας, αντέξει ο τουρισμός, η σεζόν μετατοπισθεί προς το Σεπτέμβριο και τα έσοδα πιάσουν το 40% του 2019, πέσουν πολλά κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης στην οικονομία (8 δισ), αυτά, μαζί με μια ταχεία ανάκαμψη της ευρωζώνης, μεταφράζονται σε ανάπτυξη για φέτος 5%-5,5%.
Στο δυσμενές τώρα σενάριο, όπου μια νέα ισχυρή έξαρση της πανδημίας θα πλήξει την παγκόσμια οικονομία, οι εισπράξεις του τουρισμού θα πέσουν στο 35% του 2019 και θα εκταμιευθούν λιγότεροι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης (5,5 δισ), η φετινή ανάπτυξη θα κλείσει μεταξύ 2,5%-3%.
Το πώς ακριβώς θα εξελιχθεί τελικά η οικονομία θα εξαρτηθεί από την πορεία της πανδημίας, τα μέτρα στήριξης που πιθανώς να χρειαστούν, τις εξελίξεις στο εισόδημα και στον τουρισμό. Ουδείς μπορεί αυτά να τα προβλέψεις.
Συνολικά, πάντως, οι αναλυτές του ΙΟΒΕ βλέπουν ότι κατά την επόμενη 4ετία- 5ετία, οι ρυθμοί μεγέθυνσης της οικονομίας μπορεί να είναι ισχυροί, υπερβαίνοντας υπό προϋποθέσεις το 3%, κατά μέσο όρο. «Το να τρέξει μια οικονομία με 3,5% ετησίως δεν είναι περίεργο, εφόσον ξεκινάει από πολύ χαμηλή βάση (μετά από απώλεια 25% του ΑΕΠ στην δεκαετή κρίση), αν έχει εισροές πόρων από Ταμείο Ανάκαμψης και χαμηλό κόστος χρηματοδότησης», σύμφωνα με τον κ. Βέττα.
Σειρά παραγόντων συνηγορούν σε αυτό, από το κόστος χρηματοδότησης που αναμένεται να παραμείνει χαμηλό λόγω των πολιτικών των κεντρικών τραπεζών, μέχρι τη μειωμένη αβεβαιότητα και την εισροή πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και άλλα προγράμματα της ΕΕ. Το μεγάλο επενδυτικό κενό μπορεί σταδιακά να μειωθεί όπως και η ανεργία, τροφοδοτώντας την ανάπτυξη, με την οικονομία να πλησιάζει τις μεσοπρόθεσμες παραγωγικές δυνατότητές της. Σε αυτό το διάστημα η ελληνική οικονομία έχει τη δυνατότητα να μεγεθυνθεί περισσότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Οι αστερίσκοι
Υπάρχουν φυσικά κάποια ερωτήματα που μένει να απαντηθούν ώστε η ανάπτυξη της οικονομίας να μην κρατήσει ένα-δύο χρόνια, αλλά να συνεχιστεί και μετά την πρώτη περίοδο.
Αφορούν τις μεταρρυθμίσεις σε Δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και το να διορθωθούν όλα όσα δεν πάνε διαχρονικά καλά σε μια οικονομία με τις χαμηλότερες επενδύσεις στην Ευρώπη και την χαμηλότερη συμμετοχή του ανθρώπινου δυναμικού στην αγορά εργασίας. Έτσι μόνο η χώρα θα εκμεταλλευθεί το κύμα ανάκαμψης μετά την πανδημία και δεν θα κυριαρχήσουν και πάλι τα υπόγεια ρεύματα της οικονομίας, που εκφράζονται από εσωστρεφή παραγωγή, αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση και χαμηλή ανταγωνιστικότητα.
Η έκρηξη των τιμών
Πολλές οι πηγές ανησυχίας σε αυτή τη πορεία. Πρώτη, οι ανατιμήσεις που πυροδοτεί η τεράστια ζήτηση σε πρώτες ύλες, ενέργεια και στις κατασκευές, δεύτερη η πρόοδος στα κόκκινα δάνεια των τραπεζικών ισολογισμών και τρίτη η αβεβαιότητα ως προς τον αριθμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που θα μπορέσουν να δανειστούν στο πλαίσιο και του Ταμείου Ανάκαμψης.
Στο μέτωπο των τιμών, η έκρηξή τους δημιουργεί ανησυχία, καθώς αυτό επιβαρύνει το κόστος διαβίωσης για νοικοκυριά και το κόστος για τις επιχειρήσεις. Εάν αυξηθεί ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, τότε αυτό θα αποτελέσει ζήτημα τόσο για τη βιωσιμότητα ελλείμματος και χρέους, κυρίως όμως για την τυχόν απώλεια ανταγωνιστικότητας έναντι άλλων οικονομιών. Στόχος είναι ο πληθωρισμός σε οικονομίες σαν τη δική μας να είναι χαμηλότερος από αυτόν του πυρήνα της Ευρωζώνης. Και εφόσον η ΕΚΤ διαπιστώσει ότι πρόκειται για δομικό πληθωρισμό, τότε το χρήμα θα γίνει ακριβότερο και για μια χώρα με υπερχρεωμένο Δημόσιο και επιχειρήσεις, αυτό δεν είναι θετικό.
Εφόσον πάλι επιβεβαιωθεί το δυσμενές σενάριο, τότε μια δευτερογενής κρίση θα εκτρέψει το θετικό σενάριο και αποτελεί ένα λόγο για τον οποίο θα πρέπει να μαζέψει γρήγορα η κυβέρνηση τα δημοσιονομικά. Και σε κάθε περίπτωση, η χώρα θα πρέπει να προσέχει τα υπόγεια ρεύματα, σύμφωνα με τον κ. Βέττα, δηλαδή τις κακές συνήθειες του παρελθόντος και να αναβαθμιστεί η «μηχανή» της οικονομίας. Σήμερα οι προοπτικές είναι ευοίωνες, όταν ωστόσο το παγκόσμιο κλίμα θα αρχίσει να γυρίζει και τα επιτόκια να ανεβαίνουν, εφόσον η Ελλάδα έχει φτιάξει τη μηχανή της, τότε θα μπορεί να «παίζει» με 3,5% στην 10ετία.