«Άνοιξη του real estate» αναμένεται στην ελληνική αγορά μετά το πέρας της πανδημίας. Στο επίκεντρο βρίσκεται η Αττική, καθώς τα έργο του Ελληνικού, σε συνδυασμό με το «ξεπάγωμα» της χρυσής βίζας, εκτιμάται ότι θα δώσουν νέα ώθηση στις τιμές των ακινήτων.
Η αγορά έδειξε αξιοσημείωτη αντοχή τη χρονιά που μας πέρασε παρόλο που οι συνθήκες ήταν πρωτόγνωρες λόγω κορονοϊού, οι οποίες εκτός των άλλων είχαν ως αποτέλεσμα να μηδενίσει σχεδόν η ζήτηση από το εξωτερικό. Έτσι για τρίτη συνεχόμενη χρονιά οι τιμές σε πείσμα όλων παραπάνω αυξήθηκαν σχεδόν κατά 5%.
Βέβαια, όπως συμβαίνει σε όλους τους τομείς της οικονομίας, έτσι και στην αγορά των ακινήτων, τα πάντα θα εξαρτηθούν από την ταχύτητα με την οποία θα προχωρήσουν οι εμβολιασμοί. Παράγοντες τις αγοράς εκτιμούν ότι σε ένα μετριοπαθές σενάριο, το οποίο προβλέπει το άνοιγμα της αγοράς το καλοκαίρι, οι τιμές θα αρχίσουν πάλι να ανεβαίνουν. Επιπρόσθετα τα πρόσφατα «παρατράγουδα» στην Κύπρο και τα χρυσά διαβατήρια που προσέφερε, εκτιμάται ότι θα ωφελήσουν τελικώς το πρόγραμμα χρυσής βίζας της Ελλάδος, καθώς ένας σημαντικός αριθμός ενδιαφερομένων θα στραφεί προς τη χώρα μας.
Τα παραπάνω κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι το 2021 θα αποτελέσει χρονιά δομικών αλλαγών στην αγορά ακινήτων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι τιμές στα Νότια Προάστια καθώς η έναρξη των εργασιών στο Ελληνικό και οι πολυτελείς κατοικίες που θα κατασκευαστούν εκεί, αναδιατάσσουν όλο το χάρτη του real estate για την περιοχή. Αυτή τη στιγμή μάλιστα, που η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης στις περιοχές γύρω από το μητροπολιτικό πάρκο κυμαίνεται από 3.800/τμ έως 4.100 /τμ, είναι υψηλότερη από την τιμή που προβλέπεται από το bussiness plan του Ελληνικού (από 3.500 /τμ έως 4.000/τμ ) για την πώληση των κατοικιών εντός του μητροπολιτικού πάρκου – εξαιρουμένων βέβαια των κατοικιών που θα αναπτυχθούν στο παραλιακό μέτωπο.
Όσον αφορά στις επιπτώσεις του έργου στο πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού και η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι θα συμβάλλει στην αναδιαμόρφωση ή και τη μετατόπιση χωρικά της ζήτησης τόσο των οικιστικών όσο και των επαγγελματικών ακινήτων, ειδικά στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας.
Ωστόσο, όπως σημειώνεται στην έκθεση, η επανεκκίνηση και οι ρυθμοί αποκατάστασης των επιμέρους τομέων της αγοράς θα εξαρτηθούν από το μέγεθος των απωλειών που θα καταγραφούν μετά το πέρας των έκτακτων περιστάσεων και την άρση των μέτρων προστασίας των πληγέντων στο εσωτερικό της χώρας, από τις νέες συνθήκες που θα έχουν πλέον διαμορφωθεί ως προς τις συνήθειες, τις ανάγκες και τις απαιτήσεις των χρηστών και φυσικά από το διεθνές επενδυτικό κλίμα.
Σημαντικό είναι, στην παρούσα συγκυρία, να προταχθούν ενέργειες για τη στήριξη μιας γρήγορης και δυναμικής ανάκαμψης της αγοράς ακινήτων, οι οποίες θα περιλαμβάνουν κατ’ ελάχιστον τη βελτίωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών στις πράξεις αγοραπωλησιών, που έχουν αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα πολλών πράξεων και επενδύσεων.
Σύμφωνα με τους δείκτες τιμών διαμερισμάτων που δημοσιεύει η Τράπεζα της Ελλάδος, οι επιπτώσεις της πανδημίας στην αγορά κατοικιών αποτυπώνονται στη σταδιακή αποκλιμάκωση των ρυθμών αύξησης των τιμών, σε σχέση με τους αντίστοιχους ρυθμούς του προηγούμενου έτους, καθώς και στις έντονες διαφοροποιήσεις σε τοπικό επίπεδο.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία εκτιμήσεων που συλλέγονται από τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας, το 2020, για τρίτη συνεχή χρονιά, στην αγορά των κατοικιών σημειώνεται αύξηση των τιμών, με τις τιμές των διαμερισμάτων (σε ονομαστικούς όρους) να καταγράφουν αύξηση κατά 4,2% σε ετήσια βάση, έναντι 7,2% το 2019 και 1,8% το 2018.
Οι τιμές των “νέων” διαμερισμάτων το 2020 αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό 4,7%, σημαντικά ενισχυμένο σε σχέση με αυτόν των «παλαιών» διαμερισμάτων (3,9%).
Με διάκριση κατά γεωγραφική περιοχή, οι υψηλότεροι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης στις τιμές διαμερισμάτων καταγράφηκαν στην Αθήνα (7,4%) και στη Θεσσαλονίκη (4,6%). Ωστόσο, ηπιότερος ήταν ο ρυθμός αύξησης στις λοιπές ημιαστικές και αγροτικές περιοχές (1,8%), ενώ οριακή αύξηση (0,1%) σημειώθηκε στις άλλες μεγάλες πόλεις.