Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Στροφή 180 μοιρών κάνουν Μάριο Ντράγκι και Τζερόμ Πάουελ καθώς βλέπουν ότι τα χειρότερα έρχονται. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο και οι δύο κεντρικές τράπεζες ετοιμάζονται μέσα στους επόμενους μήνες να ενισχύσουν τη ρευστότητα στην αγορά για να προλάβουν την ύφεση.
Η συνεχιζόμενη ευφορία στις αγορές και το φλερτ της Wall Street με ιστορικά υψηλά δεν αντανακλούν ούτε στο ελάχιστο το κλίμα που επικρατεί σήμερα στις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου καθώς οι κίνδυνοι είναι κάτι παραπάνω από ορατοί. Fed και ΕΚΤ έχουν ήδη αλλάξει πορεία με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να βάζει φρένο στις αυξήσεις επιτοκίων και την Ευρωτράπεζα να ετοιμάζεται να δώσει νέα άτοκα δάνεια (TLTRO) για να μπορέσουν οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ να αποπληρώσουν τα παλιά.
Είναι τέτοια η… φοβία στις κεντρικές τράπεζες απέναντι στον κίνδυνο να ξεσπάσει μία νέα κρίση που τόσο ο Τζερόμ Πάουελ, όσο και ο Μάριο Ντράγκι δέχονται σήμερα εισηγήσεις να αυξήσουν τη ρευστότητα στο σύστημα ακόμη και με το «μπαζούκα» του QE. Στόχος των εν λόγω εισηγήσεων είναι να ικανοποιηθούν επιχειρήσεις και επενδυτές που εδώ και πολλά χρόνια έχουν συνηθίσει να ζουν σε περιβάλλον μηδενικών επιτοκίων και να αναζητούν υψηλές αποδόσεις για να διοχετεύσουν την πλεονάζουσα ρευστότητα.
Μπορεί στην παρούσα συγκυρία να μοιάζει μακρινό σενάριο ωστόσο αναλυτές εκτιμούν ότι ο Πάουελ θα «υποκύψει» στις πιέσεις όχι του Ντόναλντ Τραμπ αλλά της ίδιας της πραγματικότητας και θα προχωρήσει σε μείωση των επιτοκίων ακόμη και πριν το τέλος του 2019. Θα πρόκειται για ξεκάθαρη ήττα της Fed, αφού μέσα στο 2018 έσπευσε να αυξήσει τα επιτόκια τέσσερις φορές, ενώ ο Πάουελ είχε προαναγγείλει τουλάχιστον 2 αυξήσεις μέσα στο 2019, αγνοώντας πλήρως τον Τραμπ.
Στην Ευρώπη, κάθε μήνα που περνάει «ξεθωριάζει» η αισιοδοξία της ΕΚΤ ότι ο δομικός πληθωρισμός θα πλησιάσει στον στόχο της την επόμενη διετία, καθώς η αύξηση των μισθών μέχρι στιγμής δεν οδηγεί και σε ουσιαστική ανάκαμψη του πληθωρισμού. Πως μπορεί να αυξηθούν κι άλλοι οι μισθοί και να συμπαρασύρουν τον πληθωρισμό όταν αναμένεται σημαντική επιβράδυνση της ανάπτυξης; Μέχρι και στη Γερμανία, η κυβέρνηση υποβάθμιση τις προβλέψεις για ανάπτυξη στο 0,5% το 2019 και οι βιομήχανοι απεύθυναν έκκληση για μείωση των φόρων πριν είναι πολύ αργά.
Αρκεί η δέσμευση του Ντράγκι να δώσει φθηνά δάνεια στις τράπεζες στον τρίτο γύρο TLTRO που θα λάβει χώρα τον ερχόμενο Σεπτέμβριο; Ο Ιταλός έχει ήδη αφήσει να εννοηθεί ότι ο ίδιος δεν θα αυξήσει τα επιτόκια μέχρι να αποχωρήσει τον ερχόμενο Οκτώβριο και τώρα μένει να δούμε ποιος θα τον διαδεχθεί. Η Capital Economics προβλέπει ότι η ΕΚΤ θα επαναφέρει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης μέχρι το καλοκαίρι του 2020 με έναν ρυθμό αγοράς ομολόγων της τάξης των 30 δισ. ευρώ το μήνα.
Στις ΗΠΑ, το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης εμφανίζει μία… περίεργη ηρεμία τελευταία που μοιάζει με νηνεμία πριν την καταιγίδα. Ενώ οι βασικοί δείκτες βρίσκονται μια ανάσα από ιστορικά υψηλά, ο S&P 500 δεν έχει ολοκληρώσει καμία συνεδρίαση με κέρδη ή απώλειες άνω του 1%. Η ανεργία βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα αλλά δεν υπάρχει αναλυτής που να μην βλέπει επιβράδυνση της οικονομίας.
Σε αυτό το κλίμα, η Capital Economics στην έκθεση για τις Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές που είδε την περασμένη Πέμπτη το φως της δημοσιότητας, προβλέπει ότι η Fed θα μειώσει τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης, κάτι που αρχικά έμοιαζε σενάριο επιστημονικής φαντασίας αλλά τώρα συμφωνούν και άλλοι αναλυτές.
Σύμφωνα με τον οίκο, η μείωση των επιτοκίων θα είναι αρκετή για να αποφευχθεί η ύφεση στην Αμερική με την ανάπτυξη να ανακάμπτει στο 2% το 2021, επίπεδο στο οποίο αναμένεται να διαμορφωθεί και φέτος μετά το 2,9%του 2018.
Είναι αλήθεια ότι η Fed έχει αναγνωρίσει τους κινδύνους και γι' αυτό σταμάτησε τις αυξήσεις των επιτοκίων. Δεν θα μπορούσε να κάνει και διαφορετικά όταν τον περασμένο Δεκέμβριο η Wall βίωσε έναν από τους χειρότερους μήνες όλων των εποχών και όλοι ανέμεναν επιδείνωση των συνθηκών το 2019 λόγω του εμπορικού πολέμου.
Επίσης, η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής και κινεζικής οικονομίας έχουν ήδη επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές, ενώ η κατανάλωση ήταν εξαιρετικά αδύναμη στο τέλος του 2018 και αναμένεται να αυξηθεί λιγότερο από 1% στο α' τρίμηνο του 2019.
Οι κεντρικές τράπεζες, λοιπόν, θέλουν να προλάβουν τις επιπτώσεις της επιβράδυνσης πριν αυτή γίνει ύφεση όμως οι εστίες αβεβαιότητας παραμένουν αναρίθμητες από τη στιγμή που δεν έχει σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος ούτε στο θέμα του προστατευτισμού, ούτε στο Brexit, την ώρα που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν και πόσο απότομα θα προσγειωθεί η Κίνα τα επόμενα χρόνια.