Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να ξεκαθαρίσει το χρονοδιάγραμμα απόσυρσης των έκτακτων πολιτικών στήριξης που ακολούθησε κατά τη διάρκεια της πανδημίας στη σημερινή συνεδρίαση, καθώς οι ανησυχίες με την έξαρση του πληθωρισμού επισκιάζουν τον προβληματισμό για τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία και το ρίσκο ύφεσης. Η ΕΚΤ για μήνες τώρα μειώνει τον ρυθμό του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά μέχρι σήμερα έχει αποφύγει να δεσμευτεί σε μια ημερομηνία τερματισμού του προγράμματος καθώς είναι ανήσυχη για τις επιπτώσεις του πολέμου και την εκτόξευση των τιμών ενέργειας που μπορεί να επιδεινώσουν τις προοπτικές για τις οικονομίες της ευρωζώνης.
Η ΕΚΤ έχει μείνει πίσω από τις άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, πολλές από τις οποίες έχουν αρχίσει να ανεβάζουν τα επιτόκια φέτος. Το τελευταίο διήμερο οι κεντρικές τράπεζες του Καναδά, της Νότιας Κορέας και της Νέας Ζηλανδίας αύξησαν το κόστος χρήματος. Η ΕΚΤ μέχρι τώρα σχεδίαζε να σταματήσει το πρόγραμμα αγορών ομολόγων κάποια στιγμή το τρίτο τρίμηνο και να προβεί σε αύξηση επιτοκίων σε μετέπειτα χρονικό διάστημα. Ωστόσο, το χρονοδιάγραμμα των κινήσεων της είναι υπό πίεση και το συμβούλιο της προ διλήμματος.
Από τη μια ο πληθωρισμός στο 7,5% με ανοδικές τάσεις, από την άλλη σημάδια στασιμότητας στην οικονομία της ευρωζώνης με τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία να πλήττουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Δεδομένης της αβεβαιότητας, η ΕΚΤ μάλλον θα επιλέξει να διατηρήσει την ευελιξία της.
Όμως ο τόνος της αναμένεται να γίνει πιο επιθετικός, μην αφήνοντας αμφιβολίες οτι το πιθανότερο σενάριο τους επόμενους μήνες θα είναι το τέλος του προγράμματος αγορών ομολόγων και ακολούθως τα υψηλότερα επιτόκια.
Οι συντηρητικοί αξιωματούχοι στους κόλπους της, οι κεντρικοί τραπεζίτες της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Αυστρίας και του Βελγίου, πιέζουν για υψηλότερα επιτόκια καθώς βλέπουν τον πληθωρισμό να επιμένει τους επόμενους μήνες. Επιπρόσθετα, οι πληθωριστικές προσδοκίες, δείκτης αξιοπιστίας της νομισματικής πολιτικής, έχουν υπερβεί τον στόχο του 2% της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό.
Παρά το γεγονός ότι δεν αναμένεται μεταβολή της πολιτικής της στη σημερινή συνεδρίαση, η πρόεδρος της ΕΚΤ Christine Lagarde είναι υπό πίεση ώστε να σηματοδοτήσει ότι οι πολιτικές τόνωσης θα αποσυρθούν τους ερχόμενους μήνες.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του οίκου Pictet, η Lagarde μπορεί να δώσει στίγμα για τον τερματισμό των αγορών ομολόγων τον Ιούνιο, ανοίγοντας τον δρόμο για πρώτη αύξηση επιτοκίων τον Σεπτέμβριο.
Οι αγορές τιμολογούν αύξηση 70 μονάδων βάσης του επιτοκίου καταθέσεων της ΕΚΤ από το τωρινό -0,5%. Η επιφυλακτικότητα των αξιωματούχων της εξηγείται από την επιδείνωση των προοπτικών της οικονομίας.
Οι υψηλές τιμές ενέργειας πιέζουν τους ισολογισμούς των νοικοκυριών και η αβεβαιότητα της σύρραξης στην Ουκρανία φρενάρει τις επενδύσεις των επιχειρήσεων. Οι τράπεζες επίσης σφίγγουν την πρόσβαση σε πιστώσεις, όπως συνηθίζουν σε περιόδους πολέμων, κάτι που επιβαρύνει την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας. Οι ήπιες φωνές στους κόλπους της ΕΚΤ υποστηρίζουν πως το μεγάλο μέρος του πληθωρισμού είναι αποτέλεσμα εξωγενούς σοκ προσφοράς και ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει μεσοπρόθεσμα.
Ενα κύριο ερώτημα είναι αν η ροή ενέργειας από τη Ρωσία προς της Ευρώπη θα συνεχίσει να είναι ομαλή. Αν υπάρξουν περιορισμοί στους όγκους υπάρχει υψηλός κίνδυνος ύφεσης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της UBS.