Ο τουρισμός στην Ελλάδα είναι ένας από τους πιο δυναμικούς και σημαντικούς τομείς της οικονομίας, προσφέροντας πολυάριθμες θέσεις εργασίας και ενισχύοντας σημαντικά τα δημόσια έσοδα κάθε χρόνο. Είναι τώρα, η εποχή του χρόνου που διανύουμε, διαβάζοντας κάθε χρόνο, για την αύξηση των αφίξεων των τουριστών στη χώρα μας σε σχέση με προηγούμενες χρονιές και πάντα αναρωτιόμαστε για το τι σημαίνει αυτό άραγε για τη χώρα.
Προφανέστατα, η οικονομική πληροφόρηση έρχεται πάντα από το Υπουργείο Οικονομικών, αφού η συνεισφορά του τουριστικού τομέα είναι περίπου 20%-25% στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας, αναδεικνύοντάς τον σε κρίσιμο παράγοντα για την ελληνική οικονομία. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 20% του εργατικού δυναμικού της χώρας απασχολείται άμεσα ή έμμεσα στον τομέα του τουρισμού, καλύπτοντας θέσεις σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, τουριστικά γραφεία και πολλές άλλες επιχειρήσεις. Η αυξητική τάση των παραπάνω τα τελευταία χρόνια βρίσκεται στο επίκεντρο του σχεδιασμού τόσο του Υπ. Οικ. Κωστή Χατζηδάκη όσο και σε αυτόν της Υπουργού Τουρισμού Όλγας Κεφαλογιάννη. Οι δυο τους έχουν αναλάβει το βάρος να εποπτεύουν κα να ενισχύουν με τις πρωτοβουλίες και δράσεις τους την ανάπτυξη της «βαριάς βιομηχανίας» της χώρας.
Πόσο εύκολη είναι όμως η συνεχής υποστήριξη του Τουρισμού στην Ελλάδα, πως μπορούμε να αναβαθμίσουμε την απόδοση και ποιότητά του;
Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα έχει βιώσει μια ραγδαία ανάπτυξη στον τομέα των ξενοδοχειακών υποδομών. Ωστόσο, η απλή κατασκευή περισσότερων ξενοδοχείων δεν εξασφαλίζει την αύξηση του αριθμού των τουριστών. Αντιθέτως, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος μείωσης της πληρότητας, καθώς η προσφορά μπορεί να υπερβεί τη ζήτηση. Είναι αναγκαίο να βρεθούν τρόποι ώστε να προσελκύσουμε περισσότερους επισκέπτες στη χώρα μας με μεγαλύτερο βαλάντιο, και αυτό απαιτεί στρατηγικές που θα ενισχύσουν στοχευμένα τον τουριστικό μας τομέα.
Ποιοι τομείς θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και προτεραιοποιηθούν στις δράσεις των δύο παραπάνω Υπουργείων, ώστε να ενισχυθεί η επισκεψιμότητα των τουριστών στην Ελλάδα;
Παγκοσμίως γίνεται μάχη για τον Συνεδριακό Τουρισμό εμείς δεν επιτρέπεται να απέχουμε. Χάσαμε πολύτιμο χρόνο. Η ανάπτυξη μεγάλων Συνεδριακών κέντρων και Εκθεσιακών κέντρων θα ενισχύσει την ικανότητα της Ελλάδας να φιλοξενεί διεθνή συνέδρια, επιχειρηματικές εκδηλώσεις και εκθέσεις όλο τον χρόνο. Αυτό θα προσελκύσει επαγγελματίες από διάφορους τομείς, άρα και δυνητικούς τουρίστες, αυξάνοντας την τουριστική κίνηση και ενισχύοντας την οικονομία. Τρανταχτό παράδειγμα το Εκθεσιακό Κέντρο του αεροδρομίου της Αθήνας. Τα «Ποσειδώνια» διοργανώνονται στο εκθεσιακό κέντρο αυτό κάθε δύο χρόνια.
Το εκθεσιακό γεμίζει ασφυκτικά κάθε φορά και κάθε χρόνο οι εκθέτες ζητούν όλο και περισσότερο χώρο, πολλοί εξ αυτών έχουν ήδη κλείσει τη θέση του στην έκθεση αυτή για το 2026. Αυτού του είδους ο τουρισμός προσελκύει χιλιάδες διεθνείς επισκέπτες, οι οποίοι μπορούν να ξοδεύουν πολλά, διοργανώνοντας και παράλληλες εκδηλώσεις. Αυτός ο τουρισμός είναι πολυδιάστατος και παράλληλα ενισχύει και άλλους τομείς της Οικονομίας (Ναυτιλία, Τρόφιμα, Ξενοδοχεία κ.α.). Τα Εκθεσιακά Κέντρα επίσης προωθούν την επαναλαμβανόμενη επίσκεψη. Αυτό ενθαρρύνει τους επισκέπτες να επιστρέφουν στον ίδιο τόπο κάθε χρόνο.
Πρέπει να προσελκύσουμε και άλλες τέτοιες μεγάλες εκθέσεις με περισσότερους επισκέπτες και με συχνότερη επαναληψιμότητα. Σε όλη την Ευρώπη, για αυτού του είδους τον τουρισμό, οι χώρες δίνουν μάχη. Τα Αραβικά κράτη έχουν μπει και αυτά πλέον δυνατά σε αυτού του είδους την τουριστική βιομηχανία. Αυτός ο τουρισμός θα ενισχύσει και τους άλλους κλάδους της οικονομίας.
Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να καθιερωθεί ως κορυφαίος Εκθεσιακός και Συνεδριακός τουριστικός προορισμός παγκοσμίως (και όχι μόνο καλοκαιρινός), αυτό απαιτεί στρατηγικές που υπερβαίνουν την απλή κατασκευή ξενοδοχείων. Οφείλουμε να διασφαλίσουμε τη βιώσιμη ανάπτυξη του τουριστικού τομέα στην Ελλάδα. Αυτός είναι ο δρόμος προς ένα πιο φωτεινό μέλλον για τον ελληνικό τουρισμό.
Χατζηδάκης και Κεφαλογιάννη έχουν πολλή δουλειά στον συγκεκριμένο τομέα της Ελληνικής Οικονομίας. Τα ετήσια έσοδα εξαρτώνται από τις δράσεις αυτές. Το προϊόν της χώρας είναι «ποιοτικά άριστο», το «πακετάρισμα» και το «σερβίρισμα» επιδέχεται βελτιώσεις.