Ελληνική οικονομία: Οι δέκα προκλήσεις που ζητούν απαντήσεις

Ελληνική οικονομία: Οι δέκα προκλήσεις που ζητούν απαντήσεις

Η ελληνική οικονομία παρά τις θετικές της επιδόσεις δεν ζει σε μια προστατευμένη γυάλα. Όλοι οι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και για το 2024 με αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ειδικά στην Ευρώπη.

Ο πληθωρισμός ναι μεν αποκλιμακώνεται, αλλά παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Οι γεωπολιτικές εντάσεις παραμένουν, όπως και ο κίνδυνος για διακυμάνσεις στις τιμές της ενέργειας. Οι μειωμένες δημοσιονομικές αντοχές πολλών χωρών, μαζί με τα υψηλά επιτόκια, οδηγούν σε υψηλά επίπεδα χρέους και ανάσχεση της ανάπτυξης. Και η κλιματική κρίση, όπου ο κίνδυνος ερημοποίησης αφορά το 40% της Ελλάδας (Τρ. της Ελλάδος), δεν αλλάζει μόνο τη ζωή μας, αλλά και τον τρόπο που χαράσσεται η οικονομική στρατηγική. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η ελληνική οικονομία θα κληθεί να απαντήσει το 2024 σε δέκα μεγάλες προκλήσεις.

Πρώτη πρόκληση, η μάχη με το κόστος στο ράφι. Άλλη άμυνα από τη βελτίωση του εγχώριου ανταγωνισμού, τους ελέγχους στην αγορά για ανεύθυνη απληστία, τα βαριά πρόστιμα, και κυρίως τη μάχη για τη μείωση της ανεργίας και τη βελτίωση των αμοιβών, δεν υπάρχει. Με την ελπίδα πάντα μιας εξισορρόπησης διεθνώς των τιμών στα τρόφιμα. Ο μέσος μισθός πάντως αυξάνεται. Ο Κ.Χατζηδάκης αποκάλυψε χθες στη Βουλή ότι από τα 1.046 ευρώ περίπου το μήνα που ήταν το 2019, βρίσκεται σήμερα στα 1.258 ευρώ (στοιχεία Εργάνη), ενώ ο Πρωθυπουργός επανέλαβε τη δέσμευση για μέσο μισθό 1.500 ευρώ μέσα στην τετραετία.

Επίσης, η πορεία της ανεργίας αποκλιμακώνεται, τον Οκτώβριο έπεσε κάτω του 10% για πρώτη φορά από το 2009 και προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω. Όσο μεγαλώνει η οικονομία, τόσο θα αυξάνονται οι θέσεις απασχόλησης και οι μισθοί, και τόσο θα μειώνεται και η ανάγκη επιδομάτων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, όπως τα 717 εκατ. ευρώ που θα δοθούν εντός των ημερών για ευάλωτους και χαμηλοσυνταξιούχους. Το 2024 πάντως ο πληθωρισμός αναμένεται να πέσει στο 2,7% από 5% φέτος (ΕΚΤ).

Δεύτερη πρόκληση, η διατήρηση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας. Δεν αρκεί στην Ελλάδα ότι άλλαξε κατηγορία παίρνοντας την επενδυτική βαθμίδα. Έχουμε μόλις πατήσει το πιο χαμηλό σκαλί της υψηλότερης βαθμίδας. Αν θέλουμε να φτάσουμε στο «Α+», με το οποίο βαθμολογούνταν η Ελλάδα πριν τη κρίση χρέους, το 2008, πρέπει να ανέβουμε ακόμη πέντε σκαλοπάτια. Και αυτά τα πέντε επιπλέον steps οι οίκοι δεν θα μας τα δώσουν εύκολα.

Απαρέγκλιτος επομένως στόχος το δημοσιονομικό πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ που θα φέρει περαιτέρω βελτίωση της πιστοληπτικής μας ικανότητας και φυσικά η περαιτέρω μείωση του δημοσίου χρέους. Από 172,6% του ΑΕΠ πέρυσι, το χρέος αναμένεται να μειωθεί στο 160,9% φέτος, με στόχο να πέσει στο 151,9% το 2024. Ο δρόμος της αρετής είναι γεμάτος από απαιτήσεις.

Τρίτη πρόκληση, η μείωση του επενδυτικού κενού. Είναι ακόμη μεγάλο. Αναλογικά με το ΑΕΠ, η αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων είναι αργή. Από το 13,7%, που ήταν το κλείσιμο του 2022, αναμένεται να αυξηθούν στο 14,45% το 2023 και στο 15,1% το 2024. Σύμφωνα με την πρόβλεψη της Κομισιόν, οι επενδύσεις του χρόνου εκτιμάται ότι θα φτάσουν στα 37,4 δισ. ευρώ. Πρόκειται για σαφώς καλύτερη επίδοση σε σχέση με τα 28,5 δισ. ευρώ του 2022 ή τα 32,4 δισ. ευρώ του 2023. Μιλάμε για αύξηση 90% έναντι του 2019! Για να μην είμαστε άδικοι, οι άμεσες ξένες επενδύσεις το 2022 άγγιξαν τα 8 δισ (ρεκόρ 20ετίας), έναντι 4,3 δισ που ήταν η καλύτερη επίδοση προ του 2010.

Τώρα, η εκτίμηση για επενδύσεις 37 δισ. του χρόνου στηρίζεται στο ΕΣΠΑ και στο «υπερ-όπλο» του Ταμείου Ανάκαμψης: Την επόμενη χρονιά αναμένεται να πέσουν στην ελληνική οικονομία 12 δισ, ποσά ενισχυμένα λόγω και της ανακατανομής κονδυλίων για να αποκατασταθούν οι ζημιές στη Θεσσαλία. Εθνικός πάντως στόχος, το ποσοστό των επενδύσεων να φτάσει και πάλι στο 20%, πλησιάζοντας το μέσον όρο της Ευρωζώνης (22%), γεγονός που θα απαιτήσει κάποια χρόνια. Και επενδύσεις περίπου 40 δισ. ευρώ ετησίως. 

Τετάρτη πρόκληση, η συνεχής βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Εδώ, απαιτείται περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους που λειτουργεί αποτρεπτικά στην αγορά εργασίας, για την προσέλκυση καλά αμειβόμενων εργαζόμενων. Η ελάφρυνση της αγοράς εργασίας από φόρους αποτελούσε για την έκθεση Πισσαρίδη του 2020 βασική προτεραιότητα. Εδώ, επίσης χρειάζεται ένα ακόμη πιο εύρωστο τραπεζικό σύστημα, χωρίς το οποίο δεν υπάρχει ούτε οικονομία, ούτε επιχειρηματικότητα. Η τοποθέτηση τον τελευταίο μήνα ποιοτικών και μακροπρόθεσμων κεφαλαίων στις ελληνικές τράπεζες, δεν επιβεβαιώνει μόνο την αλλαγή σελίδας των τραπεζών που συντελείται τα τελευταία χρόνια, (βελτίωση ισολογισμών, βασικών δεικτών, εκκαθάριση κόκκινων δανείων), αλλά και τις προοπτικές του τραπεζικού συστήματος ως βασικού πυλώνα ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. 

Πέμπτη πρόκληση, η μείωση του ιδιωτικού χρέους. Ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα για την κοινωνία και την οικονομία. Αν και ο δείκτης του ελληνικού ιδιωτικού χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε από 118% το 2018, στο 101% το 2022 σύμφωνα με τη Eurostat, χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 16η θέση στην ΕΕ, σημαντικά χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 133% και τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια, ως ποσοστό των συνολικών, έχουν καταγράψει μείωση από 41% περίπου το τρίτο τρίμηνο του 2019 σε περίπου 7,3% το τρίτο τρίμηνο του 2023. Αντίστοιχες μειώσεις σημειώνονται στα καταναλωτικά, στα στεγαστικά και στα επιχειρηματικά δάνεια.

Το, δε ληξιπρόθεσμο ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του συνολικού ιδιωτικού χρέους έχει παρουσιάσει μείωση, από 68% το 2019 σε 61% το δεύτερο τρίμηνο του 2023. Η ελπίδα είναι ότι το νέο τοπίο για τις σχέσεις servicers - δανειοληπτών που φέρνει ο νόμος Χατζηδάκη θα δημιουργήσει έναν σαφή οδικό χάρτη και για τις δύο πλευρές: Να ξέρει πλέον ο servicer ακριβώς τι υποχρεώσεις έχει απέναντι στον δανειολήπτη, να ξέρει όμως και ο δανειολήπτης τι πρέπει να κάνει αν θέλει να πάρει πίσω το σπίτι του.

Έκτη πρόκληση, η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων. Έχουμε τη μεγαλύτερη κατά κεφαλήν ενίσχυση από το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τα νούμερα ζαλίζουν: 26,2 δισ. είναι από το ΕΣΠΑ και 36 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης, χωρίς να υπολογίζουμε την ιδιωτική συμμετοχή. Το μεγάλο ερώτημα με τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης είναι πώς ο κρατικός μηχανισμός και η δημόσια διοίκηση συμπεριλαμβανομένων των περιφερειών, οι οποίες έχουν κομβικό ρόλο στην απορρόφηση των πόρων θα ανταποκριθούν στην πρόκληση. Τα έργα στηρίζονται όλο και περισσότερο στις αντοχές των αρχών σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, όπου οι αδυναμίες είναι γνωστές. Τα χρήματα πρέπει να έχουν απορροφηθεί ως το 2026. Ο χρόνος πιέζει.

Έβδομη πρόκληση, η ενίσχυση των εξαγωγών. Η κινητήριος δύναμη το 2024 δεν θα είναι η κατανάλωση, αλλά οι επενδύσεις και οι εξαγωγές (προϊόντων και υπηρεσιών, μαζί με τον τουρισμό). Η Κομισιόν προβλέπει ότι η Ελλάδα θα έχει φέτος την υψηλότερη επίδοση στην Ευρωζώνη με αύξηση 5,7% έναντι του 2022, ενώ για το 2024 προβλέπει ότι θα πετύχουμε την 2η υψηλότερη επίπεδο, μετά τη Σλοβακία. Στόχος, είναι οι εξαγωγές μας να φτάσουν να αποτελούν το 60% του ΑΕΠ ως το 2027 και το 70% έως το 2030. Από ποιους τομείς; Αγροδιατροφικά, Φάρμακα, Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Και πώς θα το πετύχουμε; Εφόσον αντιμετωπίσουμε τις μεγάλες μας ασυμμετρίες ως οικονομίας.

Για παράδειγμα, την ίδια στιγμή που αυξάνεται η προσέλκυση Κέντρων Καινοτομίας στην Ελλάδα (Pfizer, Cisco, Microsoft), οι δαπάνες για έρευνα και καινοτομία από τις ελληνικές επιχειρήσεις είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη: Μόλις 2,6 δισ. στην Ελλάδα το 2022, έναντι 15 δισ. στο Βέλγιο και 12 δισ. στην Αυστρία, χώρες ανάλογου πληθυσμού. Και την ίδια στιγμή που για να πετύχουμε τέτοιους φιλόδοξους στόχους χρειαζόμαστε περισσότερες μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, το 97% των ελληνικών ανήκουν στην κατηγορία των πάρα πολύ μικρών («νάνο») με απασχόληση έως τέσσερα άτομα, αλλά και των αυτοαπασχολουμένων.

Ογδοη πρόκληση, ο περιορισμός της φοροδιαφυγής. Εκτός από το στοίχημα της κυβέρνησης με τους ελεύθερους επαγγελματίες επείγει η διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές την οποία η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει για τους πρώτους μήνες του χρόνου. Πρόσφατα, ανακοινώθηκε η επέκταση τους σε όλους τους κλάδους της λιανικής. «Δεν πρόκειται να γίνουν εκπτώσεις. Ας λάβουν όλοι το μήνυμα. Η κυβέρνηση δεν βάζει νερό στο κρασί της στο συγκεκριμένο θέμα», είπε χθες ο Κ.Χατζηδάκης, προφανώς επειδή υπάρχουν αντιδράσεις.

Το άλλο σημείο αφορά ένα καρκίνωμα δεκαετιών, τη περίφημη μάχη κατά του λαθρεμπορίου στα καύσιμα, όπου ακόμη και σήμερα δεν είναι σίγουρο ότι λειτουργούν τα συστήματα εισροών - εκροών στα βενζινάδικα και τις εταιρείες, που υποτίθεται ότι έχουν εγκατασταθεί από τις αρχές του 2010, αρχές των μνημονίων. Ανθρωποι που γνωρίζουν το χώρο μιλούν για διόγκωση του φαινομένου κλοπών στην αντλία,  εταιρειών - «βιτρίνα» που εκδίδουν εικονικά τιμολόγια, σλέπια που αντί να ανεφοδιάζουν πλοία μεταφέρουν τα καύσιμα στα πρατήρια, κλπ.

Ένατη πρόκληση, η κοινωνική συνοχή. Ο προϋπολογισμός που ψηφίστηκε χθες στην Βουλή είναι εν πολλοίς αναδιανεμητικός. Αυξάνει μετά από 14 χρόνια τους μισθούς στο Δημόσιο, αυξάνει τις συντάξεις 3%, αίρει το πάγωμα των τριετιών στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, ενώ μεγαλώνει το αφορολόγητο για οικογένειες με παιδιά και ανεβάζει 8% το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Επίσης, από 4 δισ οι δαπάνες για Υγεία το 2019, προβλέπονται στα 6 δισ για το 2024, ενώ για την Παιδεία ο προϋπολογισμός προβλέπει δαπάνες 6,5 δισ. (αύξηση κατά 481 εκατ της επιχορήγησης στα νοσοκομεία και 255 εκ. στον προϋπολογισμό του υπ. Παιδείας). Η κυβέρνηση θέλει να συνεχίσει στην ίδια κατεύθυνση, αλλά για να το πετύχει, πρέπει η οικονομία να πετύχει τους στόχους της ανάπτυξης.

Δέκατη πρόκληση, η αξιοποίηση της Δημόσιας περιουσίας. Το κράτος δεν έχει ακόμη σήμερα σαφή εικόνα για την περιουσία του. Τα κρατικά ακίνητα υπολογίζονται σε 358.000, για τα οποία, έπειτα από τις πιέσεις της τρόικας την περίοδο 2013-2014, τα υπουργεία, οι οργανισμοί και οι φορείς, υποχρεώθηκαν να αποστείλουν στοιχεία στο υπουργείο Οικονομικών. Ένα νούμερο απολύτως πλασματικό, αφού πολλά είναι διπλό - τριπλό εγγεγραμμένα, δηλαδή το ίδιο ακίνητο έχει δηλωθεί από δύο και τρία υπουργεία που το θεωρούν δικό τους, άλλα είναι καταπατημένα, πολλά έχουν λάθος όρια, κάποια είναι απλώς ανύπαρκτα.

Εδώ και μερικούς μήνες επιχειρείται στην Γ.Γ. Δημόσιας Περιουσίας ένα νέο ξεκίνημα. Να συγκεντρωθούν τα διάσπαρτα μητρώα των υπουργείων σε ένα ενιαίο κεντρικό Μητρώο Ακίνητης Περιουσίας. Να μάθει επιτέλους το Δημόσιο τι ακίνητα του ανήκουν, πως θα τα προστατέψει, ποια μπορεί να διαθέσει για κοινωνική πολιτική.