Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν παράγει ελαιόλαδο, με αποτέλεσμα να το εισάγει εξ’ολοκλήρου. Ωστόσο η χώρα μας έχει μείνει αρκετά πίσω στην κούρσα των εξαγωγών, με την Ιταλία και την Ισπανία να κρατούν τα ηνία της βρετανικής αγοράς. Ειδικότερα η χώρα μας έχει μόλις το 5,6% της βρετανικής αγοράς, όταν η Ιταλία κατέχει το 52% και η Ισπανία το 36% της ανερχόμενης αγοράς ελαιολάδου.
Μάλιστα σε αξία η χώρα μας εμφανίζει μερίδιο μόλις 3,6%, όταν Ιταλία και Ισπανία αγγίζουν το 90%. Το α' εξάμηνο του έτους η Ελλάδα η Ελλάδα έμεινε ακόμη πιο πίσω από τις άλλες δύο χώρες και ανταγωνίζεται μη ελαιοπαραγωγούς χώρες όπως είναι το Βέλγιο. Όπως δημοσίευσε το ΟΕΥ της πρεσβείας στο Λονδίνο αυτή η κάμψη ίσως οφείλεται στην αύξηση της μέσης τιμής του προϊόντος από 3,4 σε 3,9 λίρες το κιλό.
Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν πως για αυτή την εικόνα σε μια σημαντική αγορά που κρύβει σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης και κέρδους οφείλεται στο γεγονός πως δεν υπάρχει οργανωμένο marketing των Ελλήνων παραγωγών, καθώς επίσης και στο γεγονός πως αρκετές χώρες που ανταγωνίζονται τη χώρα μας στην ουσία εισάγουν από την Ελλάδα και εξάγουν από τις χώρες τους προς το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η Ελλάδα εξάγει ελαιόλαδο έναντι 3,9 λιρών το λίτρο, όταν η Ολλανδία έχει πολύ χαμηλότερη τιμή στις 0,9 λίρες. Η συρρίκνωση αυτή καταγράφεται παρά το γεγονός πως η αγορά αναπτύσσεται. Στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2020 καταναλώθηκαν για όλες τις χρήσεις περί τους 85 χιλιάδες τόνους λάδι ελιάς όλων των ειδών, αύξηση 4% σε σχέση με το 2019, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της κατανάλωσης την τελευταία πενταετία ήταν 5,4%.
Μάλιστα, όπως αναφέρεται σε έρευνες, η μέση βρετανική οικογένεια έχει στραφεί πλέον στο παρθένο ελαιόλαδο και στην υγιεινή διατροφή, ενώ οι περισσότεροι πλέον μαγειρεύουν σπιτικό φαγητό. Αυτό οφείλεται και στην πανδημία, η οποία μετέβαλε τις καταναλωτικές συνήθειες και ανέδειξε την ανάγκη για υγιεινή διατροφή.
Η παρουσία του ελληνικού ελαιολάδου στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι κατακερματισμένη, με μεγάλη ποικιλία επώνυμων και μη προϊόντων, κυρίως σε μεσαίους και μικρούς χονδρεμπόρους που πάντως λειτουργούν και ως λιανοπωλητές. Αξιοσημείωτη είναι η μικρή παρουσία ελληνικών επώνυμων προϊόντων από μεγάλες αλυσίδες λιανικής, οι οποίες διαθέτουν κυρίως προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας εμφιαλωμένα στην Ελλάδα ή ακόμα και σε άλλες χώρες, ή και βρετανικά επώνυμα προϊόντα εμφιαλωμένα στην Ελλάδα.
Τέλος, σημειώνεται ότι οι Έλληνες εξαγωγείς είναι αντιμέτωποι με πιέσεις από τις τοπικές αλυσίδες λιανεμπορίου για πιο χαμηλές τιμές. Εξάλλου, η τοπική αγορά αντιμετωπίζει προβλήματα τροφοδοσίας διότι μπορεί να έχουν ξεπεραστεί τα προβλήματα αναπλήρωσης αποθεμάτων που παρατηρήθηκαν στην πρώτη φάση της πανδημίας, λόγω της υψηλής ζήτησης που προκάλεσαν οι αγορές πανικού, αλλά παρατηρείται έλλειψη οδηγών βαρέων οχημάτων, καθώς περίπου 25 χιλ. οδηγοί από την ΕΕ επέστρεψαν στις χώρες τους, είτε λόγω πανδημίας, είτε λόγω εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση.