Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Τα καταστροφικά σενάρια δεν λαμβάνουν πάντα σάρκα και οστά, με την ταχύτητα, την υπερβολή και τις συνθήκες υπερθεάματος όπως παρουσιάζονται στις κινηματογραφικές υπερπαραγωγές του Χόλιγουντ για τις χρηματιστηριακές κρίσεις, για τις χρηματιστηριακές κομπίνες και για τις μαγικές χρηματιστηριακές στιγμές.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος σήμερα είναι ο αργός τρόπος που αντιδρούν οι αγορές και η έλλειψη καθαρής εικόνας για την αυριανή ημέρα. Οι αγορές κινούνται δειλά μέσα σε ένα θολό περιβάλλον, ανταποκρινόμενες στον αργόσυρτο τρόπο που τα τρία παγκόσμια αρνητικά σπιράλ παρασύρονται το ένα με το άλλο.
Πρώτον, ο εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Κίνα κλιμακώνεται αργά, αλλά σταθερά. Σε μια διαδρομή που ενδεχομένως να οδηγήσει στην παγκόσμια ύφεση και στο ενδεχόμενο της από-παγκοσμιοποίησης. Ο εμπορικός πόλεμος αδυνατίζει τις οικονομίες και διαταράσσει τις ισορροπίες στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου τρόπου παραγωγής και συναλλαγών.
Δεύτερον, το μοντέλο του αποπληθωρισμού της Ιαπωνίας θα μπορούσε να εξαπλωθεί χωρίς μεγάλη δυσκολία, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και
Τρίτον, η έξαρση των παρεμβατικών συμβάντων στον κυβερνοχώρο, που απειλούν τις τράπεζες, τις παραγωγικές δομές, τις δημόσιες υποδομές, τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, τις συναλλαγές κρυπτονομισμάτων και άλλες δραστηριότητες, δημιουργεί ένα κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας.
Όλοι θα περίμεναν τις αγορές να υποχωρούν αισθητά μέσα σε αυτό το ευάλωτο περιβάλλον. Όμως η σχετικά θετική πορεία της αμερικανικής οικονομίας και η βούληση των κεντρικών τραπεζών να μειώσουν μέχρι και να μηδενίσουν τα επιτόκια επιτρέπουν να αναπτύσσεται μια αισιοδοξία από την πλευρά των επενδυτών, παρά την ύπαρξη σημαντικά αρνητικών δεδομένων. Θα πρέπει να σημειωθεί πως σε παγκόσμιο επίπεδο το 30% των συνολικών επενδυτικών κεφαλαίων βρίσκεται σήμερα τοποθετημένο στα χρηματιστήρια. Ένα υπερβολικό ποσοστό, που μας φέρνει στο μυαλό αντίστοιχα μεγέθη της εποχής του 1999.
Παρόλο, λοιπόν, που η πορεία των αγορών δεν δείχνει να προβληματίζει ιδιαίτερα τους συμμετέχοντες, το έξυπνο και δυνατό χρήμα έχει αρχίσει να μειώνει την έκθεσή του στο ρίσκο και τον κίνδυνο, ρευστοποιώντας τις μετοχικές του συμμετοχές τόσο στις βυθίσεις, όπου περνάνε απαρατήρητες οι ρευστοποιήσεις, όσο και στις ανοδικές αντιδράσεις, όπου οι αγοραστές «σκουπίζουν» ό,τι βρουν μπροστά τους, όπως λέμε στη χρηματιστηριακή διάλεκτο.
Ανεξάρτητα από την έκβαση του εμπορικού πολέμου, την πορεία των επιτοκίων παρέμβασης των μεγάλων κεντρικών τραπεζών των ΗΠΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ελβετίας και τις νομισματικές παρεμβάσεις τη Κινεζικής Κεντρικής Τράπεζας, το έξυπνο χρήμα προετοιμάζεται για το χειρότερο. Διότι ακόμα και να σταματήσει τώρα η πολιτική των δασμών ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, η πορεία προς την ύφεση δείχνει ανεπίστρεπτη. Διότι ακόμα και το προστατευτικό δίχτυ των κεντρικών τραπεζών να απλωθεί ολόκληρο, θα είναι εξαιρετικά μικρό και με αρκετές τρύπες στον ιστό του.
Όλες τις οικονομικές και χρηματιστηριακές κρίσεις κάθε κατηγορία επενδυτών τις αντιμετωπίζει με διαφορετικά εργαλεία ανάλογα με το προφίλ της και τον βαθμό ρίσκου που αντέχει να αναλάβει. Κοινό χαρακτηριστικό παραμένει η προσφυγή στον χρυσό, στα κρατικά ομόλογα, στα τραπεζικά διαθέσιμα και τα μετρητά. Αν εξαιρέσουμε τον χρυσό, που ακολουθεί μια σταθερά ανοδικά τροχιά, οι σχεδόν μηδενικές αποδόσεις των ομολόγων και τα αρνητικά τραπεζικά επιτόκια αλλάζουν σημαντικά τους κανόνες του παιχνιδιού.
Οι καταστάσεις είναι συνθετότερες όταν άπτονται γεωπολιτικών θεμάτων, όπως είναι το ενδεχόμενο του «no deal Brexit» και των εντάσεων στον Περσικό Κόλπο. Για παράδειγμα, μια κρίση με το Ιράν θα απογειώσει της τιμές αργού πετρελαίου δημιουργώντας έξτρα κόστος στην παραγωγή, αλλά ταυτόχρονα θα δώσει νέες ευκαιρίες στις αμερικανικές εταιρείες εξόρυξης σχιστολιθικού αερίου. Επίσης ένα σκληρό Brexit θα δημιουργήσει κάποιο πρόβλημα στην Ε.Ε. και ταυτόχρονα θα φέρει το Ηνωμένο Βασίλειο πιο κοντά στις ΗΠΑ.
Το μεγαλύτερο οικονομικό πρόβλημα που απασχολεί τη σκέψη των επενδυτών είναι το αμερικανικό και το παγκόσμιο χρέος, που βλέπει τακτικά τα πρωτοσέλιδα των αναλύσεων ως «Debt Bomb» και ως «Debt Trap». Και υπάρχει καλός λόγος γι' αυτό. Το έλλειμμα των ΗΠΑ θα φτάσει το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια μέσα στο 2020, το χρέος των 16 τρισ. δολ. παρουσιάζει αρνητικές αποδόσεις και το παγκόσμιο χρέος είναι τριπλάσιο πλέον από το ετήσιο παγκόσμιο ακαθάριστο εθνικό προϊόν. Αν στην ανησυχία αυτή προσθέσουμε και την πρόβλεψη της «ιαπωνεζοποίησης» (Japanification) των οικονομιών των ΗΠΑ και της Ε.Ε., δηλαδή την παραμονή τους στον βάλτο της αναιμικής ανάπτυξης και των χαμηλών επιτοκίων, τότε η εικόνα γίνεται πιο ζοφερή.
Το δεύτερο σε ιεράρχηση οικονομικό θέμα, που προβληματίζει τους επενδυτές, δεν είναι άλλο από τη διαμάχη ΗΠΑ - Κίνας. Μια διαμάχη, που προς το παρόν περιορίζεται στο επίπεδο των εμπορίου και της τεχνολογίας και αμυδρά άπτεται των διαμαρτυριών των πολιτών του Χονγκ Κονγκ. Οποιαδήποτε περαιτέρω κλιμάκωση θα επιφέρει επιπλοκές, το μέγεθος των οποίων αδυνατούμε να εκτιμήσουμε σήμερα. Δεν θα πρέπει να αποκλείεται αμερικανικό εμπάργκο στις πωλήσεις αμερικανικής ψηφιακής τεχνολογίας προς στις αντίστοιχες κινεζικές εταιρείες, ειδικότερα στον χώρο των εξειδικευμένων ολοκληρωμένων κυκλωμάτων και ημιαγωγών, που αποτελούν το αναγκαίο και απαραίτητο τεχνολογικό υπόβαθρο της τεχνητής νοημοσύνης. Δεν θα πρέπει επίσης να αποκλείεται το ενδεχόμενο μποϊκοτάζ των αμερικανικών προϊόντων που παράγονται στην Κίνα, στο πλαίσιο κλιμάκωσης του κινεζικού εθνικιστικού κινήματος που αναβιώνει με ένταση, ειδικά μετά τα γεγονότα στο Χονγκ Κονγκ. Γεγονότα τα οποία χρεώνει η κινεζική κυβέρνηση σε «δυτικό δάκτυλο».
Το τρίτο θέμα που ανησυχεί και προβληματίζει κυρίως τους Αμερικανούς επενδυτές είναι οι κυβερνοεπιθέσεις, διότι οι τράπεζες, οι χρηματιστηριακές εταιρείες, οι εκκαθαρίσεις συναλλαγών, οι πολιτειακές και ομοσπονδιακές υποδομές και υπηρεσίες είναι ευάλωτες και απροετοίμαστες απέναντι στον ψηφιακό πόλεμο, που μπορεί να πυροδοτηθεί από οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη.
Πώς αντιδρά η επενδυτική κοινότητα μπροστά στους κινδύνους; Φυσικά και δεν αντιδρά ομοιογενώς και συντονισμένα. Διότι οι επενδυτές έχουν διαφορετικές ανοχές και αντοχές, διαφορετικό όγκο κεφαλαίων, διαφορετικό επενδυτικό ορίζοντα και κυνηγούν διαφορετικές αποδόσεις. Αυτή άλλωστε είναι και η άγρια ομορφιά των χρηματιστηρίων.
Η πρώτη, κλασική και πιο εύκολη, επιλογή είναι ο επενδυτής να ρευστοποιήσει τη θέση του, πωλώντας τις μετοχές, τα μερίδια των αμοιβαίων κεφαλαίων που έχει και τις ανοδικές θέσεις στα παράγωγα, κατοχυρώνοντας έτσι τα κέρδη του και διασφαλίζοντας το κεφάλαιό του. Ακολούθως τοποθετεί τα κεφάλαιά του στο ασφαλέστερο καταφύγιο του χρυσού, που δείχνει να έχει εισέλθει σε bull διάθεση, ή σε κρατικά ομόλογα με οριακά θετικές αποδόσεις ή σε καταθέσεις οριακά αρνητικές. Η πρώτη αυτή επιλογή απλώς διασφαλίζει τα κέρδη της προηγούμενης χρηματιστηριακής ευφορίας και ελπίζει και στην άνοδο του χρυσού, που πάντα κινείται ανοδικά σε περιπτώσεις χρηματιστηριακών κρίσεων.
Η δεύτερη επιλογή είναι λίγο πιο σύνθετη και αφορά την αντιστάθμιση του κινδύνου στο υπάρχον χαρτοφυλάκιο. Δηλαδή η εξασφάλιση της αξίας και των υπεραξίας του χαρτοφυλακίου χωρίς να χρειαστεί αυτό να ρευστοποιηθεί. Ο επενδυτής λαμβάνει μια ανάποδη (short) θέση προς το κεφάλαιό του, μια θέση μικρής σχετικής αξίας μέσω των παραγώγων, που ενσωματώνει την ασφάλεια, πως αν πράγματι υποχωρήσει το χρηματιστήριο, ο επενδυτής θα χάσει μεν από τη πτώση της αποτίμησης του χαρτοφυλακίου, θα κερδίσει δε από τα κέρδη της short θέσης στην αγορά παραγώγων. Έτσι το αποτέλεσμα θα είναι ουδέτερο και ο ίδιος θα εξακολουθήσει να κατέχει το χαρτοφυλάκιό του. Αν πάλι, παρ' ελπίδα, η αγορά δεν κινηθεί πτωτικά αλλά ανοδικά, τότε ο επενδυτής σημειώνει υπεραξίες από τους τίτλους του χαρτοφυλακίου του και ζημιώνει από την ανάποδη (short) θέση που έχει λάβει μέσω των παραγώγων.
Η τρίτη επιλογή είναι να πωλήσει το χαρτοφυλάκιό του και να λάβει short θέσεις, για να εκμεταλλευτεί την πτωτική πορεία των χρηματιστηρίων. Υπάρχουν πολλά εργαλεία αντιστάθμισης κινδύνου και υποτιμητικής κερδοσκοπίας στα χρηματιστήρια και ειδικότερα στις αγορές της Νέας Υόρκης. Στο προηγούμενο «sell off» του Οκτωβρίου 2018, είχαμε παρουσιάσει τα πλέον ενδιαφέροντα υποτιμητικά επενδυτικά εργαλεία της Νέας Υόρκης, τα οποία είχαν παρουσιάσει ικανοποιητικότατες αποδόσεις μέχρι την αναστροφή του κλίματος στις αρχές του 2019.
Τα πιο ενδιαφέροντα εργαλεία είναι τα κλασσικά ETFs για short θέσεις. Ένα τέτοιο ETF είναι το «Rydex Inverse S&P 500 Strategy Fund (RYURX)», που πραγματοποιεί την ακριβώς αντίθετη πορεία από τον δείκτη S&P 500. Έτσι όταν ο δείκτης S&P 500 υποστεί πτώση κατά 7%, τότε η αξία RYURX ακολουθεί άνοδο κατά 7%. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το ETF «ProShares UltraShort S&P 500 (SDS)», το οποίο προσφέρει διπλάσιες αντίθετες αποδόσεις από αυτές του S&P 500. Στην πτώση του 5%, προσφέρει κέρδη της τάξης του 10%, λόγω της μόχλευσης, όμως ο βαθμός ρίσκου είναι σημαντικός. Υπάρχει και το ETF «ProShares UltraShort Russell 2000 (SRTY)», το οποίο είναι ιδιαίτερα πιο επιθετικό στις πτωτικές συνεδριάσεις.
Υπάρχει βέβαια και η επιλογή της αναμονής, μέχρι οι αγορές να πάρουν σαφή κατεύθυνση. Όμως στο χρηματιστήριο ισχύει περισσότερο «το γοργόν και χάριν έχει», παρά «το όποιος βιάζεται σκοντάφτει».
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 30 Αυγούστου