Του Βασίλη Γεώργα
Οι τρεις πιο σημαντικές μετακινήσεις του κυβερνητικού ανασχηματισμού θεωρούνται εκείνες του Δημήτρη Παπαδημητρίου από το ινστιτούτο Levy στο υπουργείο Ανάπτυξης όπου παράλληλα θα αναλάβει και ρόλο βασικού διαπραγματευτή της κυβέρνησης με την τρόικα, του Γιώργου Σταθάκη από το υπουργείο Ανάπτυξης στο υπουργείο Ενέργειας για να πάρει τη θέση του Πάνου Σκουρλέτη και του Στέργιου Πιτσιόρλα από το ΤΑΙΠΕΔ στο υπουργείο Ανάπτυξης για να αναλάβει το κρίσιμο χαρτοφυλάκιο «διαχείρισης» όλου του πακέτου της προσέλκυσης επενδύσεων.
Οι χθεσινές τελετές αλλαγής σκυτάλης στα παραγωγικά υπουργεία έμοιαζαν περισσότερο σαν παραδόσεις-παραλαβές διαφορετικών πολιτικών. Το μήνυμα που επιχειρούν να μεταδώσουν κυβερνητικά στελέχη αναφερόμενα στην επιλογή των τριών συγκεκριμένων υπουργών συνοψίζεται στο συμπέρασμα «πως ο ένας είναι ένα κλικ πιο “δεξιός” από τον άλλον για τη δουλειά που καλούνται να κάνουν τους επόμενους τρεις μήνες». Ο Δ. Παπαδημητρίου έναντι του Σταθάκη, ο Σταθάκης έναντι του Σκουρλέτη και ο Πιτσιόρλας έναντι… όλων.
Προβάλλονται δηλαδή ως «οι κατάλληλοι άνθρωποι με την κατάλληλη πολιτική» όχι μόνο για να ολοκληρώσουν τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα και να προωθήσουν εμβληματικές ιδιωτικοποιήσεις και επενδύσεις (ΔΕΗ, ΔΕΣΦΑ, Ελληνικό, Σκουριές), αλλά κυρίως για να μεταφέρουν την μπάλα στο τερέν το οποίο οι δημοσκοπήσεις θεωρούν ότι είναι προνομιακό για την Αξιωματική Αντιπολίτευση: της προσέλκυσης επενδύσεων και την δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης για τα διεθνή κεφάλαια.
Αυτή ακριβώς είναι η κεντρική ιδέα του ανασχηματισμού στο οικονομικό επιτελείο. Το Μαξίμου θα παίξει όλα τα χαρτιά του το προσεχές διάστημα για να πείσει ότι η νέα κυβέρνηση μπορεί να εφαρμόσει τις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας και να δρομολογήσει την οικονομική ανάκαμψη, με την ίδια ζέση και αποτελεσματικότητα που θα το έκανε μια πιο «φιλελεύθερη» κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Μπορεί ο ορατός στόχος να είναι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, όμως ο πραγματικός στόχος δεν είναι άλλος από το να κοπούν οι γέφυρες δημοσκοπικής ενδυνάμωσης της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης η οποία αντλεί ισχύ από την έκδηλη μέχρι σήμερα διαχειριστική αβελτηρία της κυβέρνησης στην οικονομία. Το αν μπορεί η νέα κυβέρνηση να «γυρίσει το παιχνίδι» στην οικονομία, είναι υπό αμφισβήτηση.
Ο πολύ μεγάλος χρόνος που χάθηκε όλους αυτούς τους μήνες μέχρι να επικυρωθεί η επικοινωνιακή στροφή της κυβέρνησης από τον «κρατισμό» στην «αγορά» και από το «αντιμνημόνιο» στην εφαρμογή του, περιορίζει αντικειμενικά τις όποιες προσδοκίες θα μπορούσαν να ανθίσουν από έναν τέτοιο ανασχηματισμό.
Ούτως ή άλλως με τις αποφάσεις που αναμένεται να ληφθούν στις αρχές του 2017 για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους και την αξιοποίηση της ποσοτικής χαλάρωσης, κλείνει ουσιαστικά ένας σημαντικός κύκλος για την Ελλάδα, που θα πρέπει να περιμένει πλέον το 2018 για να κάνει το επόμενο βήμα. Παράλληλα, όμως, οι αποφάσεις αυτές θα ανοίξουν το δρόμο για ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις, ακόμη και εκλογές, σε χρόνο που η κυβέρνηση ευελπιστεί ότι θα είναι καταλληλότερος του σημερινού.