H πρωτοφανής ενεργειακή κρίση που ξέσπασε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία (αν και αντιμετωπίζαμε αυξημένες ήδη ενεργειακές τιμές λόγω της αναστάτωσης της εφοδιαστικής αλυσίδας από την COVID-19), έχει επιφέρει σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες και έχει αναδείξει τις αδυναμίες και τις ολιγωρίες της ΕΕ. Μετά από μια μακρά περίοδο στην περιοχή των μηδενικών επιτοκίων λόγω της πρότερης χρηματοπιστωτικής κρίσης, πλέον έχουμε περάσει στην αντίπερα όχθη με επαναλαμβανόμενες αυξήσεις επιτοκίων σε μια προσπάθεια συγκράτησης του πληθωρισμού.
Η ακρίβεια είναι το μείζον ζήτημα και αφορά εκατομμύρια νοικοκυριά που βλέπουν τα χρήματά τους να εξανεμίζονται και το καλάθι τους να μικραίνει στο σούπερ μάρκετ, αλλά και τις επιχειρήσεις, από την άλλη, ιδιαίτερα τις μικρότερες, που έρχονται αντιμέτωπες με πρωτοφανή κοστολόγια που διακυβεύουν τη βιωσιμότητά τους. Εν μέσω όλων αυτών, μαθαίνουμε για τις εκρήξεις στον αγωγό Nord Stream και τις επακόλουθες διακοπές στην παροχή ρωσικού φυσικού αερίου που δημιουργούν νέα αναστάτωση στο ήδη τρικυμιώδες περιβάλλον.
Είναι γεγονός ότι η ΕΕ ολιγώρησε στα ενεργειακά εξαρτώμενη σε μεγάλο βαθμό από το ρωσικό φυσικό αέριο και τις ορέξεις του Προέδρου Πούτιν. Ήταν κάτι ξαφνικό αυτό που έγινε; Η εισβολή στην Ουκρανία πιθανά, η κλιματική αλλαγή, ωστόσο, είναι γνωστή επί δεκαετίες όπως γνωστή είναι η ανάγκη απομάκρυνσης από τα ορυκτά καύσιμα (που τώρα αναγκαστικά έχουν επανέλθει) και η μετάβαση σε πράσινη, καθαρή ενέργεια. Δυστυχώς, δεν είδαμε σημαντικά βήματα αυτές τις δεκαετίες και αρχίσαμε να μιλάμε πάλι για ΑΠΕ και μονάδες αποθήκευσης μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Τεράστιο στρατηγικό λάθος που το πληρώνουν όλοι οι λαοί της Ευρώπης.
Σε κάθε περίπτωση, σήμερα βρισκόμαστε εδώ, αντιμέτωποι όλοι με τον κίνδυνο μη επαρκούς παροχής ενέργειας για τον χειμώνα που έρχεται και με το φάντασμα του πληθωρισμού να «τρώει» τα εισοδήματα.
Στην Ελλάδα (όπως και σε άλλες Νότιες χώρες) μπορούμε να είμαστε πιο αισιόδοξοι ως προς τις συνέπειες και στο μέτωπο της επάρκειας ενέργειας και στο μέτωπο της οικονομίας εν συνόλω, σε αντίθεση κυρίως με τις Βόρειες Ευρωπαϊκές χώρες. Αφενός, η δική μας εξάρτηση είναι αρκετά μικρότερη, αφετέρου η Ελληνική οικονομία δείχνει σημάδια αντοχής. Ο τουρισμός και οι ξένες επενδύσεις αποδεικνύονται κύριοι πυλώνες που επιτρέπουν τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Από την άλλη, τα έσοδα του κράτους βαίνουν αυξημένα σε σχέση με τις προβλέψεις (ασφαλώς σχετίζεται εδώ ο πληθωρισμός, διότι με αυξημένες τιμές ο ΦΠΑ επί παραδείγματι είναι αυξημένος, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτό βοηθάει στην παροχή βοήθειας) και, παρά τους διεθνείς τριγμούς και τις απειλές εξ ανατολάς, οι μεταρρυθμίσεις προχωράνε ομαλά έχοντας βάλει την Ελλάδα στο κάδρο των επτά οικονομικών θαυμάτων του κόσμου, όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι Financial Times. Ασφαλώς, η ενεργειακή κρίση έχει υποδαυλίσει την οικονομική μας ανάπτυξη και την υιοθέτηση μεγαλύτερων αναπτυξιακών πολιτικών (π.χ. μείωση φορολογικών συντελεστών, κτλ).
Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος και να κάνει ασφαλείς προβλέψεις για το εγγύς, πόσω δε μάλλον, για το μακρύτερο μέλλον. Ωστόσο, οι διεργασίες σε διεθνές και Ευρωπαϊκό επίπεδο νωρίτερα ή αργότερα θα οδηγήσουν σε λύσεις (ελπίζω όχι πολύ καθυστερημένα) τόσο σε επίπεδο προμήθειας φυσικού αερίου αλλά και μετάβασης σε πιο πράσινες πηγές ενέργειας όσο και σε επίπεδο φρεναρίσματος της ανόδου των τιμών ενέργειας ώστε να ανακοπεί η διάχυσή τους σε βασικά είδη όπως τα τρόφιμα (δείτε τιμολόγηση ενέργειας με βάση την οριακή τιμή επί παραδείγματι). Ταυτόχρονα, οι φόβοι για παγκόσμια ύφεση συγκρατεί τις τιμές μεσοπρόθεσμα όπως και οι αυξήσεις των επιτοκίων που φρενάρουν τη ζήτηση.
Η αλήθεια είναι πάντως ότι ο πληθωρισμός θα είναι κοντά μας για αρκετούς μήνες ακόμη και θα δούμε αισθητή αποκλιμάκωση τουλάχιστον μετά το πρώτο τρίμηνο του 2023 υπό την προϋπόθεση ότι δεν λαμβάνει χώρα κάποιο άλλο απρόσμενο εξωγενές σοκ. Τον Αύγουστο καταγράφηκε ήδη οριακή μείωση του πληθωρισμού παρά το γεγονός ότι στα τρόφιμα και δη στα βασικά είχαμε, και πάλι, αύξηση.
Η απάντηση της ΕΕ στο ενεργειακό ζήτημα είναι επιβεβλημένη και αδιαπραγμάτευτη αν η ΕΕ θέλουμε να αποκτήσει ουσιαστική οντότητα και σε πολιτικό επίπεδο που σημαίνει αλληλεγγύη και όχι προβολή του ατομικού συμφέροντος. Πέραν αυτού, το μείγμα πολιτικής κάθε χώρας θα καθορίσει και τις αντοχές των κρατών μελών στην εξέλιξη αυτού του φαινομένου. Και πάντως λύσεις όπως η επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ δεν μπορεί να είναι στην αντζέντα μιας σύγχρονης οικονομίας που στοχεύει σε αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα. Η διασφάλιση της τήρησης των κανόνων του ανταγωνισμού και της αποφυγής αισχροκέρδειας είναι εκ των ων ουκ άνευ, που, όμως η επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ απέχει παρά σάγκας από αυτά.
Οι προοπτικές για την Ελλάδα προσομοιάζουν περισσότερο με μισογεμάτο ποτήρι και όχι μισοάδειο. Το 2023, παρότι θα εξακολουθήσουμε να βιώνουμε τους τριγμούς από τους «μετασεισμούς» θα αναδείξει νέες προοπτικές αν και εφόσον δεν δημιουργηθεί πολιτική αστάθεια λόγω των εκλογών.
*Κωνσταντίνα Κοτταρίδη, Καθηγήτρια Οικονομικών Πανεπιστημίου Πειραιώς, Διευθύντρια Εργαστηρίου και Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στη Βιοοικονομία, Κυκλική Οικονομία και Βιώσιμη Ανάπτυξη