Μετά από εκατέρωθεν απειλές και αγωγές ο κολοσσός του λιανικού εμπορίου LVMH και ο οίκος κοσμημάτων Tiffany έχουν εκκινήσει εκ νέου συνομιλίες με στόχο να διευθετήσουν τη διαφωνία τους σχετικά με τη συμφωνία εξαγοράς έναντι του ποσού των 16 δισ. δολαρίων.
Σύμφωνα με πηγές του CNBC, οι δύο πλευρές ενδεχομένως να εξετάζουν τη μείωση του τιμήματος εξαγοράς ή πιθανώς ακόμη και τη διεξαγωγή δημόσιας προσφοράς.
Η Tiffany ανακοίνωσε ότι έχει λάβει όλες τις απαραίτητες εγκρίσεις από τις ρυθμιστικές αρχές για την ολοκλήρωση της εξαγοράς της από την LVMH, έχοντας το "πράσινο φως" και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Σημειώνεται ότι ο γαλλικός όμιλος του δισεκατομμυριούχου Μπερνάρ Άρνο είχε καταθέσει αγωγή κατά της αμερικανικής εταιρείας κατηγορώντας τη για κακοδιαχείριση και ασυνέπεια. Η LVMH δήλωσε τότε στην αγωγή της ότι η Tiffany ήταν "ακατάλληλη για τις μελλοντικές προκλήσεις" και ότι "η απόδοσή της ήταν καταστροφική και οι προοπτικές της παραμένουν θλιβερές" μετά την καταχώρηση απώλειας 45 εκατομμυρίων δολαρίων στο πρώτο εξάμηνο.
Η διαμάχη ξεκίνησε όταν η LVMH δήλωσε ότι θα "παγώσει” τη συμφωνία, επικαλούμενη μια επιστολή του Γάλλου υπουργού Εξωτερικών Ζαν Υβ Λε Ντριαν που της απεστάλει "ως αντίδραση στην απειλή επιβολής φόρων επί γαλλικών προϊόντων από τις ΗΠΑ", εξέλιξη στην οποία η Tiffany απάντησε αμέσως με αγωγή. Αξίζει εδώ να σημειωθεί, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας Financial Times, ότι στη Γαλλία υπάρχει έντονη δυσαρέσκεια καθώς ο Μπερνάρ Άρνο ιδιοκτήτης του ομίλου κατηγορείται ότι χρησιμοποίησε τη κυβέρνηση για να αποχωρήσει από τη συμφωνία.
Παράλληλα, η LVMH είχε εκφράσει τη μεγάλη δυσαρέσκειά της διότι η Tiffany συνέχισε να καταβάλει 70 εκατ. δολάρια σε μερίσματα ανά τρίμηνο, ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η πηγή του οίκου Tiffany αναφέρει ότι το μέρισμα ύψους 0,58 δολαρίων ανά μετοχή αναφερόταν "ξεκάθαρα" στην ανακοίνωση της συμφωνίας και Ενημερωτικό Δελτίο, και οποιαδήποτε αλλαγή στο μέρισμα θα διακινδύνευε τη διαδικασία έγκρισης από τους μετόχους και θα καθυστερούσε περαιτέρω τη συμφωνία (ισχυρισμό τον οποίο απορρίπτει η LVMH).
Σημαντική παράμετρος στην υπόθεση είναι το γεγονός ότι η συμφωνία συνάφθηκε πριν την πανδημία είχε δημιουργήσει ερωτήματα για το εάν το τίμημα που θα κατέβαλε η LVMH ήταν ιδιαίτερα υψηλό.