Αύξηση του ποσοστού των νοικοκυριών που προβλέπουν επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης και μείωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης δείχνει το Βαρόμετρο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΕΒΕΘ) για το δεύτερο εξάμηνο του 2024.
Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα του Βαρόμετρου, αρνητική αξιολογείται η οικονομική κατάσταση των καταναλωτών για το διάστημα που προηγήθηκε, ενώ εκφράζουν αυξημένη απαισιοδοξία για την περαιτέρω εξέλιξή της, σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2024. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των νοικοκυριών που προβλέπουν επιδείνωση αυξήθηκε από 42% σε 52% και μειώθηκε το ποσοστό όσων «βλέπουν» βελτίωση ή σταθερότητα από το 52% στο 44%.
Παράλληλα, πτωτικό είναι και το ποσοστό από το 14% στο 7% όσων δήλωσαν ότι η γενική οικονομική κατάσταση της χώρας βελτιώθηκε πολύ κατά το προηγούμενο 12μηνο. Λιγότερο, όμως, απαισιόδοξοι εμφανίζονται οι καταναλωτές για την οικονομία της χώρας το επόμενο διάστημα, με το ποσοστό να διαμορφώνεται στο 11% έναντι του αντίστοιχου 17% τον Μάρτιο του 2024. Σε ερώτηση για την ακρίβεια και την αύξηση των τιμών καταναλωτή, το σύνολο σχεδόν των ερωτηθέντων, ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης, δήλωσε ότι ήταν ιδιαιτέρως αισθητές κατά τη διάρκεια της χρονιάς.
Ωστόσο, στο τελευταίο εξάμηνο, η αίσθηση αύξησης των τιμών ήταν ελαφρώς πιο ήπια με βάση το Βαρόμετρο, καθώς αυξήθηκε ελαφρά το ποσοστό όσων θεωρούν ότι οι τιμές είτε παρέμειναν σταθερές είτε αυξήθηκαν λίγο. Στον αντίποδα, όμως, αρκετοί είναι οι καταναλωτές που εκτιμούν ότι οι τιμές θα σημειώσουν άνοδο με παρόμοιο ή μεγαλύτερο ρυθμό μελλοντικά, με το ποσοστό αύξησης να αντιστοιχεί στο 63% από 53% που ήταν τον Μάρτιο του 2024.
Σχετικά με την εξέλιξη της ανεργίας, το 39% των καταναλωτών αναμένει αύξηση κατά το επόμενο εξάμηνο και το 17% θεωρεί πως το επίπεδο της ανεργίας θα μειωθεί «πολύ» ή «λίγο». Τη σημασία του Βαρόμετρου για την αποτύπωση της κατάστασης της οικονομίας τόνισε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου ο Α' Αντιπρόεδρος του ΕΒΕΘ, κ. Εμμανουήλ Βλαχογιάννης, με τον ίδιο να επισημαίνει ότι παρατηρείται έντονη διάσταση των απόψεων μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων. «Οι Έλληνες καταναλωτές είναι μονιμότερα απαισιόδοξοι σε σχέση με τους Ευρωπαίους καταναλωτές. Ο πληθωρισμός επιμένει και έχει ιδιαίτερα πλέον χαρακτηριστικά. Στην Ελλάδα έχουμε χαμηλότερα εισοδήματα και η ακρίβεια αφορά βασικές καταναλωτικές ανάγκες όπως τρόφιμα, στέγαση και ενέργεια», είπε χαρακτηριστικά.
Σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις, ο “Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών για τη Βιομηχανία” στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης εμφανίζει πτώση και περνάει ξανά σε ελαφρά αρνητικό έδαφος, συνεχίζοντας την ταλάντευση του γύρω από την ουδετερότητα της τελευταίας διετίας, παραμένοντας, ωστόσο, στα υψηλότερα επίπεδα από το 2009, των μετρήσεων του ΕΒΕΘ.
Συνεπώς, το ισοζύγιο θετικών – αρνητικών εκτιμήσεων είναι πλέον στις -3 μονάδες, έναντι +4 τον Μάρτιο 2024 σύμφωνα με έρευνα Επιχειρήσεων Παροχής Υπηρεσιών. Με μικρή πτώση και κοντά στο υψηλότερο επίπεδο από την έναρξη των μετρήσεων του Βαρόμετρου ΕΒΕΘ, καταγράφεται ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών στον κλάδο των Υπηρεσιών.
Πιο αναλυτικά, ο σχετικός «Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών» για τον τομέα των Υπηρεσιών καταγράφεται στο +20, έναντι +27 το προηγούμενο εξάμηνο, που ήταν και η υψηλότερη ιστορικά τιμή του δείκτη, σύμφωνα με έρευνα Επιχειρήσεων Λιανικού Εμπορίου. Σχεδόν αμετάβλητο καταγράφεται το κλίμα στις επιχειρήσεις Λιανικού Εμπορίου στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης σε σχέση με τον Σεπτέμβριο 2023, με τον «Δείκτη Επιχειρηματικών Προσδοκιών για το Λιανικό Εμπόριο» να βρίσκεται σταθερά σε σχεδόν ουδέτερο έδαφος. Έτσι, το ισοζύγιο θετικών – αρνητικών εκτιμήσεων του «Δείκτη Επιχειρηματικών Προσδοκιών Λιανικού Εμπορίου» βρίσκεται στο +1 (από +2 τον Μάρτιο 2024), σύμφωνα με έρευνα Κατασκευών.
Σταθερά σε θετικό έδαφος και κοντά στο υψηλότερο επίπεδο στην ιστορία των μετρήσεων του Βαρόμετρου του ΕΒΕΘ που καταγράφηκε το προηγούμενο εξάμηνο, βρίσκεται ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών στον κατασκευαστικό κλάδο. Το ισοζύγιο θετικών - αρνητικών εκτιμήσεων του Δείκτη είναι στις +9 μονάδες στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης, έναντι του +14 τον Μάρτιο του 2024. Μεγάλη η συμβολή της ΔΕΘ στην οικονομία της Θεσσαλονίκης.
Το ΕΒΕΘ προχώρησε και σε έρευνα αποτίμησης της περιόδου της 88ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) το χρονικό διάστημα 18-26 Σεπτεμβρίου 2024, σε συνολικό δείγμα 120 επιχειρήσεων της πόλης (50 ξενοδοχεία και 70 επιχειρήσεις εστίασης), με βάση την οποία προκύπτει ότι η διεξαγωγή της έκθεσης είναι σημαντική οικονομικά για τη Θεσσαλονίκη. Συγκεκριμένα, περισσότερες από 8 στις 10 ξενοδοχειακές μονάδες (84%) της Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζουν πολύ μεγάλη (60% των ερωτηθέντων) τη σημασία της ΔΕΘ για την ίδια την επιχείρηση. Ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό (90%) θεωρεί πάρα πολύ σημαντική την έκθεση για την ίδια τη Θεσσαλονίκη.
Η μέση πληρότητα που δηλώνουν, επίσης, οι ξενοδοχειακές μονάδες της πόλης για την περίοδο της 88ης ΔΕΘ είναι στο 87%, με το 47% να αναφέρει πληρότητα μεταξύ 90% και 100%. Η φετινή, μάλιστα, πληρότητα εμφανίστηκε αυξημένη κατά 9% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Η μέση τιμή δωματίου διαμορφώθηκε στα 168 ευρώ, η οποία εμφανίζεται και ανοδική σε σχέση με την περσινή χρονιά κατά 11%. Συνεπώς, η περίοδος της 88ης ΔΕΘ αποτιμάται θετικά από τον ξενοδοχειακό κλάδο της πόλης, με αύξηση πληρότητας και μέσης τιμής δωματίου σε σύγκριση με το 2023.
Αναφορικά με την εστίαση, οι εκτιμήσεις για το οικονομικό αποτύπωμα της ΔΕΘ φαίνονται μοιρασμένες. Ειδικότερα, το 45% των επιχειρήσεων θεωρεί γενικότερα τη ΔΕΘ «Αρκετά» έως «Πάρα πολύ» σημαντική για το κατάστημα τους, ενώ το 54% τη χαρακτηρίζει όχι και τόσο καλή. Ωστόσο, αναγνωρίζουν τη σημασία της για την τοπική οικονομία, καθώς 7 στις 10 επιχειρήσεις εστίασης πιστεύουν ότι είναι αρκετά σημαντική και μόλις το 25% απάντησε ότι δεν παίζει και τόσο μεγάλο ρόλο στην τοπική οικονομία.
Σημειώνεται ότι τα παραπάνω στοιχεία αποτυπώθηκαν στην Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης (“Βαρόμετρο ΕΒΕΘ”) για το δεύτερο εξάμηνο του 2024, η οποία πραγματοποιήθηκε σε συνολικό δείγμα 1.500 ερωτώμενων (800 επιχειρήσεων και 700 καταναλωτών). Η έρευνα που παρουσιάστηκε από τον Διευθυντή Ερευνών της εταιρείας Palmos Analysis, κ. Πασχάλη-Αλέξανδρο Τεμεκενίδη, καλύπτει και τους τέσσερις τομείς της οικονομίας (βιομηχανία – μεταποίηση, υπηρεσίες, λιανικό εμπόριο και κατασκευές).