Επιτέλους, ενίσχυση για την υδατοκαλλιέργεια

Επιτέλους, ενίσχυση για την υδατοκαλλιέργεια

Της Αντιόπης Σχοινά

Σε εφαρμογή αναμένεται να τεθεί σύντομα το νέο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αλιείας και Θάλασσας, το οποίο θα έχει σχεδόν διπλάσιο προϋπολογισμό από την περίοδο 2007-2013, ανερχόμενο σε 523,4 εκατ. ευρώ. Στόχος του προγράμματος είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και η καινοτομία των αλιευτικών προϊόντων, όπως και η προστασία του περιβάλλοντος και η διατήρηση συνοχής στις παράκτιες και νησιωτικές περιοχές. Το νέο ΠΑλΘ έρχεται τη στιγμή που η Κομισιόν ζητά την εξαίρεση των αλιευτικών σκαφών από το προτιμησιακό φορολογικό καθεστώς που ισχύει σήμερα για τα ελληνικά σκάφη.

Το πρόσφατα εγκεκριμένο (30/10/2015) από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ΕΠΑλΘ 2014 – 2020, του οποίου οι συνολικά διατιθέμενοι κοινοτικοί (388,8 εκατ. €) και εθνικοί πόροι θα ανέλθουν σε 523,4 εκατ. €, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους μοχλούς ανάπτυξης για τη χώρα μας, εξασφαλίζοντας για το διάστημα αυτό τη βιώσιμη ανάπτυξη του τομέα της αλιείας με παράλληλη ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, της προστασίας του περιβάλλοντος καθώς και της διατήρησης της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής των παράκτιων και νησιωτικών περιοχών.

Σημειώνεται ότι το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αλιείας είναι το βασικό εργαλείο που έχει η πολιτεία για την υλοποίηση των αναπτυξιακών στόχων της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας.

Το ΕΠΑλΘ 2014 – 2020 οικοδομείται γύρω από τις έξι βασικές Προτεραιότητες της Ένωσης (Π.Ε.) για την ανάπτυξη της αλιείας. Συγκεκριμένα:

Α) τον τομέα της αλιείας (Π.Ε.1): συμπράξεις μεταξύ αλιέων και επιστημόνων με γνώμονα την καινοτομία, επενδύσεις επί των αλιευτικών σκαφών, προστασία και αποκατάσταση της θαλάσσιας βιοποικιλότητας καθώς και επενδύσεις σε υποδομές όπως αλιευτικοί λιμένες, αλιευτικά καταφύγια, ιχθυόσκαλες και τόποι εκφόρτωσης, (186,2 εκατ. €),

Β) τον τομέα της υδατοκαλλιέργειας (Π.Ε.2): ανάπτυξη νέων ή βελτιωμένων προϊόντων, διαδικασιών και τεχνολογιών, μέτρα ίδρυσης και εκσυγχρονισμού παραγωγικών μονάδων με στόχο την τόνωση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου και την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας (89,7 εκατ. €),

Γ) τον τομέα της μεταποίησης και εμπορίας προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας (Π.Ε.5): ίδρυση και εκσυγχρονισμός των τομεακών επιχειρήσεων, εκστρατείες προώθησης και εξεύρεσης νέων αγορών καθώς και στήριξη σχεδίων παραγωγής και εμπορίας Ομάδων Παραγωγών (78,2 εκατ. €),

Δ) την ανάπτυξη των αλιευτικών περιοχών (Π.Ε.4): εφαρμογή στρατηγικών τοπικής ανάπτυξης με πρωτοβουλία των τοπικών κοινοτήτων (54,1 εκατ. €),

Ε) την ενίσχυση της εφαρμογής της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (ΚΑλΠ) (Π.Ε.3): συλλογή αλιευτικών δεδομένων και υλοποίηση του συστήματος ελέγχου, επιθεώρησης και επιβολής (92 εκατ. €) και τέλος

ΣΤ) την ενίσχυση της εφαρμογής της Ολοκληρωμένης Θαλάσσιας Πολιτικής (Π.Ε.6): λειτουργία του Κοινού Περιβάλλοντος Ανταλλαγής Πληροφοριών για την επιτήρηση του θαλάσσιου τομέα της Ένωσης (6 εκατ. €)

Αίτημα της Κομισιόν για αλλαγή του φορολογικού καθεστώτος των αλιευτικών σκαφών

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε στις 21/12 την εξαίρεση των αλιευτικών σκαφών από το προτιμησιακό φορολογικό καθεστώς παράλληλα με το αίτημα επανεξέτασης σειράς αλλαγών στη ναυτιλιακή φορολόγηση όπως για τα ρυμουλκά, καθώς και τα σκάφη αναψυχής (γιοτ) χωρίς πλήρωμα που ενοικιάζονται σε τουρίστες. Σύμφωνα με το αίτημα της Ε.Ε., οι εταιρείες εκμετάλλευσης αυτών των πλοίων θα υπόκεινται στο μέλλον στον γενικό φόρο εισοδήματος.

Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έστειλε στην Ελλάδα μια σειρά προτάσεων για να διασφαλίσει τη συμβατότητα των κρατικών ενισχύσεων που χορηγούνται στον ναυτιλιακό τομέα με τους κανόνες της Ε.Ε. για τις κρατικές ενισχύσεις.

Η Ελλάδα πρέπει να ενημερώσει την Επιτροπή εντός προθεσμίας δύο μηνών για το αν συμφωνεί με τα προτεινόμενα μέτρα.

Ο ρόλος της υδατοκαλλιέργειας στην οικονομία

Η υδατοκαλλιέργεια αποτελεί έναν από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους κλάδους ζωικής παραγωγής στην Ελλάδα και χαρακτηρίζεται κυρίως από τη θαλάσσια υδατοκαλλιέργεια και την υδατοκαλλιέργεια εσωτερικών υδάτων, ενώ τα κυριότερα είδη που παράγονται στη χώρα είναι ψάρια και μαλάκια.

Τα ψάρια και τα παρασκευάσματα εξ αυτών αποτελούν έναν από τους πλέον εξωστρεφείς κλάδους της Ελληνικής οικονομίας, συμβάλλοντας θετικά στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, αφού υπερβαίνουν τις αντίστοιχες εισαγωγές.

Συγκεκριμένα, το 2013 η συνολική αξία των εξαγωγών αυτής της κατηγορίας προϊόντων ανήλθε σε 562,1 εκατ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 10,49% των συνολικών αγροτικών εξαγωγών της χώρας (27,31 δισ. ευρώ).

Εξ αυτών, το 90% (508,7 εκατ. ευρώ) προέρχεται από εξαγωγές σε χώρες της Ε.Ε. και το υπόλοιπο 10% (53,5 εκ ευρώ) από εξαγωγές σε τρίτες χώρες.

Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2014, οι εξαγωγές αυτής της κατηγορίας ανήλθαν σε 555,8 εκατ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 11% των συνολικών αγροτικών εξαγωγών. Όσον αφορά την καθαρή συμβολή στο εμπορικό ισοζύγιο, ήταν η 2η πιο σημαντική κατηγορία, με καθαρή συμμετοχή 172,22 εκατ. ευρώ. Σε σχέση με το ΑΕΠ, οι εξαγωγές αυτής της κατηγορίας συνέβαλαν το 2014 στη διαμόρφωσή του κατά 0,32%.

Τα αγροτικά προϊόντα αποτέλεσαν το 2014 το 19% (5,11 δισ. ευρώ) των συνολικών εξαγωγών της χώρας (26,9 δισ. ευρώ). Αξίζει να σημειωθεί πως τα ψάρια είναι ο πρώτος κλάδος ζωικής παραγωγής σε εξαγωγές, ενώ, όπως φαίνεται, τα τελευταία χρόνια βρίσκεται παραδοσιακά στην κορυφή των εξαγώγιμων αγροτικών προϊόντων. Το 2014 εκτιμάται πως η καθαρή συμβολή στην εθνική οικονομία ήταν 172,2 εκατ. ευρώ.

Το 2014 εκτιμάται ότι εξήχθησαν συνολικά 87.161 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού, δηλαδή σχεδόν το 78% της παραγωγής. Το 93% των εξαγωγών πωλήθηκε σε χώρες της Ευρώπης, το 4% σε Η.Π.Α και Καναδά και το υπόλοιπο 3% στις υπόλοιπες χώρες.

Σε επίπεδο απασχόλησης, στην Ελλάδα καταγράφεται ένα από τα υψηλότερα ποσοστά επί του συνόλου των απασχολούμενων στον κλάδο της υδατοκαλλιέργειας στην Ε.Ε. Υπολογίζεται ότι απασχολούνται άμεσα και έμμεσα περίπου 12.000 εργαζόμενοι διαφόρων ειδικοτήτων (επιστημονικό, τεχνικό και εργατικό προσωπικό). Το σημαντικότερο όλων είναι ότι μεγάλος αριθμός αυτών των θέσεων απασχόλησης εντοπίζονται σε απομακρυσμένες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, κυρίως νησιωτικές, γεγονός το οποίο συμβάλλει σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, εκτιμάται πως η θαλάσσια υδατοκαλλιέργεια (ψάρια και μύδια) δημιουργεί το 85% των άμεσων θέσεων εργασίας του κλάδου, η καλλιέργεια σε υφάλμυρα νερά το 8% και η καλλιέργεια εσωτερικών υδάτων το 7%.