Επιταχύνεται ο ρυθμός αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, ωστόσο οι Έλληνες συνεχίζουν να ξοδεύουν περισσότερα από όσα κερδίζουν και ως εκ τούτου είναι άμεση η ανάγκη ενίσχυσης της παραγωγικότητας και των άμεσων ξένων επενδύσεων, σύμφωνα με μελέτη του τμήματος ερευνών της Eurobank.
«Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αρχικά συνδέεται με την εισροή ξένων κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων. Στη συνέχεια η ενίσχυση των εισοδημάτων και η αύξηση των κινήτρων για αποταμίευση θα δημιουργήσουν επιπρόσθετους εγχώριους πόρους για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων και με αυτόν τον τρόπο θα αποτραπεί η δημιουργία υψηλών και μη βιώσιμων ελλειμμάτων στο εξωτερικό ισοζύγιο, σημειώνεται στη μελέτη.
Σύμφωνα με τους τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της ΕΛΣΤΑΤ, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών επιταχύνθηκε το α' τρίμηνο 2019. Παρά ταύτα, το ύψος της κατανάλωσης ήταν μεγαλύτερο από το αντίστοιχο επίπεδο του διαθέσιμου εισοδήματος και ως εκ τούτου η αποταμίευση (μεταβλητή ροής) ήταν αρνητική. Σε όρους μέσου 4 τριμήνων, η δαπάνη κατανάλωσης των νοικοκυριών σε τρέχουσες τιμές ανήλθε στα 31,4 δισ. ευρώ και το αντίστοιχο διαθέσιμο εισόδημα διαμορφώθηκε στα 30,4 δισ. ευρώ. Συνεπώς, το 1ο τρίμηνο 2019 καταγράφηκε μείωση του αποταμιευτικού αποθέματος (μεταβλητή αποθέματος) των νοικοκυριών κατά 1,4 δισ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τα μέσα του 2012 μέχρι σήμερα το αποταμιευτικό απόθεμα των νοικοκυριών συρρικνώθηκε προσεγγιστικά κατά 38,3 δισ. ευρώ. Τα εν λόγω κεφάλαια χρηματοδότησαν το κενό ροών ανάμεσα στο ύψος της ιδιωτικής κατανάλωσης και του διαθέσιμου εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, ο αρνητικός ρυθμός αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών εμφανίζει μια τάση ήπιας εξομάλυνσης τα 6 τελευταία τρίμηνα. Συγκεκριμένα, από -7,9% (ή -2,2 δισ.) επί του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών το 3ο τρίμηνο 2017 διαμορφώθηκε στο -4,9% (ή -1,4 δισ.) το 1ο τρίμηνο 2019. Το εν λόγω αποτέλεσμα πηγάζει από τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών σε σύγκριση με τον αντίστοιχο ρυθμό ενίσχυσης της καταναλωτικής δαπάνης. Επί παραδείγματι, την περίοδο από το 3ο τρίμηνο 2017 μέχρι το 1ο τρίμηνο 2019, η μέση τριμηνιαία μεταβολή της πρώτης μεταβλητής ήταν 0,7% και της δεύτερης 0,2%. Κάνοντας την υπόθεση ότι η εν λόγω δυναμική διατηρείται στο μέλλον, τότε η ψαλίδα ανάμεσα στην καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και το διαθέσιμο εισόδημα θα έκλεινε προς τα τέλη του 2022.
Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών συνδέεται κυρίως με την αύξηση των πρωτογενών εισοδημάτων, δηλαδή εσόδων που προέρχονται από τη συμμετοχή των νοικοκυριών στην παραγωγική διαδικασία. Λόγω της διπλής ιδιότητας που έχει ο συγκεκριμένος θεσμικός φορέας στην παραγωγική διαδικασία (π.χ. ένα ποσοστό ανήκει στην εξαρτημένη εργασία και ένα άλλο στους αυτοαπασχολούμενους), η ενίσχυση των πρωτογενών εισοδημάτων των νοικοκυριών προέρχεται κατά βάση από το μικτό εισόδημα (π.χ. το εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων που πηγάζει από τη χρήση των δύο βασικών παραγωγικών συντελεστών, ήτοι εργασίας και κεφαλαίου) και από τις αμοιβές εξαρτημένης εργασίας. Οι τελευταίες παρουσιάζουν άνοδο κυρίως λόγω αύξησης της απασχόλησης και σε πολύ λιγότερο βαθμό λόγω ανόδου των αμοιβών ανά απασχολούμενο.
Εν κατακλείδι, σύμφωνα με τους τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της ΕΛΣΤΑΤ, ο ρυθμός ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, στηριζόμενος στην αύξηση της απασχόλησης, παρουσίασε επιτάχυνση το 1ο τρίμηνο 2019 (3,4% από 2,7% και 1,4% το 4ο και το 1ο τρίμηνο 2018 αντίστοιχα). Η αποταμίευση παρέμεινε σε αρνητικό έδαφος, εντούτοις εμφανίζει αυξητική (μικρότερη αρνητική ροή) τάση τα 6 τελευταία τρίμηνα. Βάσει αυτών των στοιχείων, η ενίσχυση της παραγωγικότητας της εργασίας και των άμεσων ξένων επενδύσεων αποτελούν σημαντικές προϋποθέσεις για την περαιτέρω άνοδο του διαθέσιμού εισοδήματος των νοικοκυριών και της αποταμίευσης. Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αρχικά συνδέεται με την εισροή ξένων κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων. Στη συνέχεια η ενίσχυση των εισοδημάτων και η αύξηση των κινήτρων για αποταμίευση θα δημιουργήσουν επιπρόσθετους εγχώριους πόρους για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων και με αυτόν τον τρόπο θα αποτραπεί η δημιουργία υψηλών και μη βιώσιμων ελλειμμάτων στο εξωτερικό ισοζύγιο.