Του Γιώργου Φιντικάκη
Όσο η διαπραγμάτευση θα παραμένει κολλημένη και η κυβέρνηση θα αναγκάζεται να κάνει υποχωρήσεις σε δύσκολα θέματα, όπως στο αφορολόγητο, τόσο θα προχωρά σε αντιπερισπασμούς, όπως για παράδειγμα σε δηλώσεις για πάγωμα των νέων ιδιωτικοποιήσεων.
Το έργο είναι γνωστό στους δανειστές, γι' αυτό και δεν παίρνουν στα σοβαρά παρόμοιες δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων, όπως λέει κοινοτική πηγή με γνώση της ελληνικής πραγματικότητας.
Αφενός γιατί ξέρουν ότι, παρά τα όσα λέγονται, οι ιδιωτικοποιήσεις είναι συμφωνημένες και ότι η σκληρή μάχη την περίοδο αυτή δίνεται αλλού, στο μέτωπο των συντάξεων και στο αφορολόγητο.
Αφετέρου γιατί γνωρίζουν καλά, όπως επίσης και η κυβέρνηση, ότι οι ιδιωτικοποιήσεις είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δανειακής συμφωνίας. Σύμφωνα με την ανάλυση του ESM για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, προκειμένου το χρέος να είναι βιώσιμο ως το 2060 απαιτούνται ιδιωτικοποιήσεις ύψους 18 δισ. ευρώ.
Όταν λοιπόν η κυβέρνηση αμφισβητεί τις αποκρατικοποιήσεις, είναι σαν να κοροιδεύει, όπως λέει ο συνομιλητής μας, αφού όσο δεν τις κάνει, τόσο περισσότερα ισοδύναμα μέτρα θα χρειαστεί να λάβει.
Τα όσα προβλέπει η ΕΕ για τις ιδιωτικοποιήσεις περιλαμβάνονται σε προ ημερών έκθεση της Eurobank (12 Ιανουαρίου 2017), με τίτλο «Χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου την περίοδο Ιανουάριος 2017-Αύγουστος 2018 - Αξιολόγηση των συμφωνηθέντων βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος και αναθεωρημένη ανάλυση βιωσιμότητας».
Σύμφωνα με την έκθεση, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου αναμένεται να ανέλθουν σε 16,9 δισ. ευρώ το 2017 και σε 9,6 δισ. ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2018. Ειδικά όμως στο σκέλος των ιδιωτικοποιήσεων, η Eurobank επισημαίνει ότι «στο βαθμό που θα αποφευχθούν σοβαρές καθυστερήσεις στις προγραμματισμένες εκταμιεύσεις των δανείων του επίσημου τομέα, οι εν λόγω ανάγκες αναμένεται να καλυφθούν επαρκώς μέσω εγχώριων πόρων (πρωτογενές πλεόνασμα και έσοδα από το πρόγραμμα αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας) καθώς και της διαθέσιμης χρηματοδότησης από το υφιστάμενο πρόγραμμα προσαρμογής».
Ταυτόχρονα, η μελέτη επικαλείται τα στοιχεία από την προηγούμενη έκθεση βιωσιμότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους (Μάιος 2016), που μιλά για έσοδα 18 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις ως το 2060.
- Εξ αυτών, τα 13 δισ. ευρώ θα προέλθουν από ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων και ακινήτων και τα 5 δισ. από την πώληση των τραπεζικών μετοχών που κατέχει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).
- Ειδικότερα, τα πρώτα 6,2 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις πρέπει να επιτευχθούν ως το 2018 και τα υπόλοιπα 6,8 δισ. ευρώ από το 2019 και μετά.
- Στην πράξη αυτό που λέει η έκθεση βιωσιμότητας είναι ότι έως και το 2060, η Ελλάδα θα πρέπει να έχει έσοδα 400 με 500 εκατ. ευρώ το χρόνο από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων.
Τα έσοδα αυτά θα προέλθουν προφανώς στο πλαίσιο λειτουργίας του νέου υπερ-Ταμείου (Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας). Είναι επομένως εσκεμμένα λανθασμένη η διατύπωση που επιμένουν να χρησιμοποιούν τα κυβερνητικά στελέχη ότι το υπερ-Ταμείο θα αναλάβει να αξιοποιήσει μια σειρά από ΔΕΚΟ και άλλα περιουσιακά στοιχεία, αποσυνδέοντας τον όρο "αξιοποίηση" από τις ιδιωτικοποιήσεις. Ερμηνεία λανθασμένη, για όσους έχουν διαβάσει το νόμο σύστασης της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας, το διάδοχο σχήμα του ΤΑΙΠΕΔ, καθώς ανάμεσα στα εργαλεία του νέου φορέα, συγκαταλέγονται ρητά και οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων. Τούτο φυσικά δεν σημαίνει ότι τα 50 δισ. ευρώ που καλείται να φέρει σε διάστημα τριάντα ετών, αποτελούν έφικτο στόχο, (τα ελληνικά ασημικά δεν λάμπουν, τόσο όσο νομίζουν μερικοί), αυτό όμως είναι μια άλλη κουβέντα.
Μισές αλήθειες
Το θέμα είναι ότι η κυβέρνηση λέει τη μισή αλήθεια όταν επιμένει ότι το ΤΑΙΠΕΔ θα μεταφέρει στο υπερ-Ταμείο τα ποσοστά των κρατικών επιχειρήσεων που αυτό κατέχει, και ότι τοιουτοτρόπως θα αποφευχθούν οι ιδιωτικοποιήσεις. Μπορεί να θέλει να απαξιώσει το «επάρατο» ΤΑΙΠΕΔ την ύπαρξη του οποίου ουδέποτε αποδέχθηκε, ωστόσο ούτως ή άλλως, «με ή χωρίς ΤΑΙΠΕΔ», ιδιωτικοποιήσεις θα γίνουν στην Ελλάδα, δεν βγαίνει αλλιώς η βιωσιμότητα του χρέους. Το πολιτικό διακύβευμα επομένως είναι σε ποιας κυβέρνηση τα χέρια θα τύχει η καυτή πατάτα. Ακόμη δηλαδή και αν οι θεσμοί δεχθούν να ξηλωθεί το πρόγραμμα του ΤΑΙΠΕΔ (πράγμα δύσκολο), και να μεταφερθούν χρονικά οι νέες βαριές ιδιωτικοποιήσεις (ΔΕΗ, ΔΕΠΑ, ΕΛΠΕ, ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ), τούτο δεν σημαίνει και ότι δεν θα γίνουν, το αντίθετο μάλιστα. Απλά, θα τις κάνει πιθανότατα μια άλλη κυβέρνηση όχι η τωρινή. Υπό αυτή την έννοια, το Μαξίμου όταν υποβαθμίζει τον παράγοντα ιδιωτικοποιήσεις, δεν κάνει τίποτα περισσότερα παρά να αγοράζει χρόνο, δίνοντας στα κλεφτά μια καραμέλα στην πελατεία του.
Το ελληνικό επιχείρημα
Σίγουρα πάντως η εκκρεμότητα με την λειτουργία του νέου υπερ-Ταμείου εξηγεί πολλά. Από το γεγονός ότι ουδείς μπορεί να απαντήσει με ασφάλεια τι ακριβώς θα ιδιωτικοποιηθεί, τι θα εξαιρεθεί, τι θα προχωρήσει, με ποια σειρά και πότε, έως το ότι το επιχειρησιακό πλάνο του ΤΑΙΠΕΔ (Asset Development Plan-ADP), φέρει ακόμη ημερομηνία 4 Απριλίου 2016, παρότι θα έπρεπε να έχει επικαιροποιηθεί από τον Νοέμβριο.
Τον Δεκέμβριο αμέσως μετά το ναυάγιο του ΔΕΣΦΑ, η κυβέρνηση λέγεται ότι έθεσε συνολικότερα το ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων στους δανειστές στη λογική «δεν θέλω να πουλήσω τις κρατικές επιχειρήσεις, παρά να τις αξιοποιήσω σε βάθος χρόνου μέσω του υπερ-Ταμείου». Σύμφωνα με κάποιες πηγές, προς ώρας τουλάχιστον, το ελληνικό αίτημα δεν έχει εισπράξει τη συναίνεση των θεσμών. Στον αντίποδα, άλλες πηγές ισχυρίζονται ότι η ελληνική πλευρά έχει ένα επιχειρήμα, που κάποιοι από τους πιστωτές ακούνε, αυτό της ανάγκης για ενιαία διαχείριση των συμμετοχών του Δημοσίου στις κρατικές επιχειρήσεις. Η συλλογιστική αυτή λέει ότι δεν μπορεί το ΤΑΙΠΕΔ να κατέχει το 17% της ΔΕΗ και η Εταιρεία Δημοσίων Συμμετοχών (ΕΔΗΣ) - η νέα θυγατρική του υπερ-Ταμείου- το υπόλοιπο 34%. Το ίδιο ισχύει με την ΕΥΔΑΠ (11% στο ΤΑΙΠΕΔ, και 50% στην ΕΔΗΣ) ή στην ΕΥΑΘ (23% στο ΤΑΙΠΕΔ και 54% στην ΕΔΗΣ)...
Το αντιφατικό έχει να κάνει με τα έσοδα
Όπου και να βρίσκεται η αλήθεια, μένει αναπάντητο ένα βασικό ερώτημα. Εφόσον οι δανειστές κάνουν τη χάρη στην κυβέρνηση και το πρόγραμμα ξηλωθεί, πώς θα καλυφθούν τα εγγεγραμμένα και μετρημένα στο μνημόνιο έσοδα; Σωρευτικά το μνημόνιο προβλέπει 5,8 δισ. ευρώ έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις για την περίοδο 2016-2018, και εξ αυτών έχουν εισπραχθεί πέρυσι μόλις 499 εκατ. ευρώ. Αν το πρόγραμμα ακυρωθεί, τότε προφανώς και η κυβέρνηση θα πρέπει να καλύψει το κενό με άλλα μέτρα, από την ενεργοποίηση του δημοσιονομικού κόφτη στις συντάξεις, την μείωση του αφορολόγητου ή κάτι άλλο. Ουδείς μέχρι τώρα έχει δώσει μια πειστική απάντηση σε αυτό το ζήτημα.