Το 67% εκτιμούν, ότι η ελκυστικότητα της Ελλάδας θα βελτιωθεί περαιτέρω στα επόμενα τρία χρόνια.
Εξακολουθεί να ενισχύεται η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού
Shutterstock
Shutterstock
Έρευνα ΕΥ

Εξακολουθεί να ενισχύεται η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού

Το 67% εκτιμούν, ότι η ελκυστικότητα της Ελλάδας θα βελτιωθεί περαιτέρω στα επόμενα τρία χρόνια.

Σε ένα περιβάλλον παγκόσμιων οικονομικών προκλήσεων, η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού, εξακολουθεί να ενισχύεται. Ποσοστό 40% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν σε έρευνα της EY (Ernste & Young) Ελλάδος, σχεδιάζουν να επενδύσουν, ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα, στη διάρκεια του 2024.

Το 67% εκτιμούν, ότι η ελκυστικότητα της Ελλάδας θα βελτιωθεί περαιτέρω στα επόμενα τρία χρόνια - το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των υπό σύγκριση ευρωπαϊκών χωρών, όπου πραγματοποιήθηκε η έρευνα φέτος.

Αυτά είναι μερικά από τα ευρήματα της μεγάλης έρευνας, EY Attractiveness Survey Ελλάδα 2023, της πέμπτης έκδοσης με θέμα την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, η οποία διενεργήθηκε από την FT Longitude για λογαριασμό της EY Ελλάδος, μεταξύ 3 και 26 Ιουλίου 2023.

Τα ευρήματα παρουσίασε σήμερα ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, Γιώργος Παπαδημητρίου στην εναρκτήρια συνεδρία του 6th InvestGR Forum 2023: Staying the Course.

Σύμφωνα με το ΕΥ European Investment Monitor, μία εκτεταμένη βάση δεδομένων που επεξεργάζεται η ΕΥ, το 2022 πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα 47 άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ), έναντι 30 το 2021.

Ο αριθμός αυτός, κατατάσσει - για πρώτη φορά - την Ελλάδα, στην πρώτη εικοσάδα μεταξύ των 48 χωρών που παρακολουθεί η έρευνα και αποτελεί, με διαφορά, την καλύτερη επίδοση της χώρας από την έναρξη της παγκόσμιας σειράς ερευνών, Attractiveness Survey, το 2000.

Αθροιστικά, οι επενδύσεις της τελευταίας τριετίας αντιπροσωπεύουν το 35% του συνόλου των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία 23 χρόνια.

Καταγράφεται, επίσης, μία συνεχιζόμενη βελτίωση της ποιοτικής σύνθεσης των επενδύσεων, με μεγαλύτερη διασπορά σε περισσότερες δραστηριότητες, και σημαντικό ποσοστό να κατευθύνεται σε δραστηριότητες έντασης γνώσης με σχετικά υψηλή προστιθέμενη αξία και κλάδους, όπως του λογισμικού και υπηρεσιών πληροφορικής, που μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας.

Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΥ, που πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή 250 στελεχών ξένων επιχειρήσεων από ολόκληρο τον κόσμο, δύο στις πέντε επιχειρήσεις (40%) σχεδιάζουν να επενδύσουν ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στη χώρα μας, στη διάρκεια του επόμενου χρόνου.

Το ποσοστό αυτό αυξάνεται σταθερά τα τελευταία τρία χρόνια, από 28% το 2020, σε 34% το 2021 και 37% το 2022.

Όπως και για την υπόλοιπη Ευρώπη, οι σημαντικότεροι οικονομικοί κίνδυνοι που επηρέασαν περισσότερο τα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων για την Ελλάδα το 2023, σύμφωνα με την έρευνα, ήταν ο πληθωρισμός και ο αντίκτυπός του στην καταναλωτική δαπάνη (50%), καθώς και η αύξηση των επιτοκίων και η περιοριστική νομισματική πολιτική (43%).

Σε ερώτηση προς τις επιχειρήσεις που έχουν ήδη παρουσία στη χώρα, σχετικά με τους τομείς όπου αναμένουν να αυξήσουν το τρέχον επενδυτικό τους αποτύπωμα, κατά την επόμενη τριετία, στις πρώτες θέσεις βρέθηκαν οι υπηρεσίες προς επιχειρήσεις (61%) και τα logistics (58%).

Αντίθετα, μία στις τρεις επιχειρήσεις σκοπεύει να αυξήσει το αποτύπωμά της στον κρίσιμο τομέα της έρευνας και ανάπτυξης (R&D) στην Ελλάδα (33%), έναντι 64% στο σύνολο της Ευρώπης, ενώ 25%, μάλιστα, δήλωσαν ότι αναμένουν να το μειώσουν.

Ως προς τους σημαντικότερους κινδύνους που θα μπορούσαν να απειλήσουν τη συνολική ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού, οι συμμετέχοντες στην έρευνα ανέφεραν τον εντεινόμενο πληθωρισμό (28%), την ενεργειακή κρίση (23%), την κοινωνική και οικονομική αστάθεια (21%) και το εργατικό κόστος (20%).

Το 60% των συμμετεχόντων αναφέρουν ότι η άποψή τους για την Ελλάδα, ως μία χώρα όπου η επιχείρησή τους θα μπορούσε να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της, έχει βελτιωθεί, με το 8% να εκτιμούν ότι έχει βελτιωθεί σημαντικά.

Το συνολικό ποσοστό όσων διαπιστώνουν βελτίωση, είναι αυξημένο σε σχέση με το 2022 (58%), και το υψηλότερο από την έναρξη διεξαγωγής της έρευνας - με εξαίρεση το 2021, όταν είχε προσεγγίσει το 62%.

Δύο στους τρεις ερωτηθέντες (67%) εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της Ελλάδας θα βελτιωθεί στα επόμενα τρία χρόνια, εκ των οποίων, 5% προσβλέπουν σε σημαντική βελτίωση, ενώ 9% αναμένουν ελαφρά επιδείνωση και μόλις 2%, σημαντική επιδείνωση. Το ποσοστό των θετικών εκτιμήσεων (67%), παρότι μειωμένο έναντι του 2022 (75%), είναι μακράν το υψηλότερο μεταξύ των υπό σύγκριση ευρωπαϊκών χωρών.

Τρεις στους τέσσερις συμμετέχοντες στην έρευνα (76%) κρίνουν την πολιτική ελκυστικότητας της χώρας για την προσέλκυση επενδύσεων ως «πολύ» (16%) ή «σχετικά» (60%) αποτελεσματική, υποδηλώνοντας ότι η βελτίωση της ελκυστικότητας της Ελλάδας αποδίδεται από τους επενδυτές στην υλοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών, και όχι μόνο στη χρονική συγκυρία και τη λήξη μιας μακράς περιόδου οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας.

Ωστόσο, η υψηλή αναλογία όσων χαρακτηρίζουν την πολιτική ελκυστικότητας της Ελλάδας ως «σχετικά» αποτελεσματική, υποδηλώνει ότι εξακολουθούν να υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης.

Μεταξύ των επιμέρους πολιτικών ελκυστικότητας, οι ερωτηθέντες προκρίνουν τις πολιτικές για την προσέλκυση επιχειρήσεων (76%), καινοτόμων δραστηριοτήτων (68%) και ανθρώπινου ταλέντου (64%) και, λιγότερο, την προσέλκυση κεντρικών γραφείων επιχειρήσεων (58%) και τη δημιουργία κέντρων ανταγωνιστικότητας και κόμβων παγκόσμιας εμβέλειας (54%).