Έκθεση της ΕΥ τονίζει πως η αξία των συμφωνιών στον τομέα της ενέργειας και των εταιρειών κοινής ωφέλειας παγκοσμίως μειώθηκε το 2016 στα 192,3 δισ. δολάρια, από τα 200 δισ. δολάρια το 2015, παρουσιάζοντας κάμψη κατά 4% σε ετήσια βάση. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την τελευταία έκθεση της ΕΥ, Power transactions and trends: 2016 review and 2017 outlook.
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, τα ρυθμιζόμενα περιουσιακά στοιχεία αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος (46%) της αξίας των συμφωνιών του 2016, με 89,3 δισ. δολάρια, καθώς οι επενδυτές συνέχισαν να αναζητούν σταθερές αποδόσεις. Ισχυρό παρέμεινε και το ενδιαφέρον για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), με τη συνολική αξία των συμφωνιών να αγγίζει τα 28,4 δισ. δολάρια, συμπεριλαμβανομένων 10 συναλλαγών αξίας άνω του ενός δισ. δολαρίων. Μόνο στην αμερικανική ήπειρο, ολοκληρώθηκαν 46 συμφωνίες στο χώρο των ΑΠΕ, συνολικής αξίας 8,3 δισ. δολαρίων.
Το 2016 συνεχίστηκε, αν και σε μειωμένο βαθμό, η τάση που ακολουθούν μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρείες κοινής ωφέλειας παγκοσμίως, όπως η Enel, η Innogy και η National Grid, να επενδύουν σε νέες ενεργειακές τεχνολογίες και ειδικότερα στην αποθεματοποίηση ενέργειας. Η συνολική αξία των συμφωνιών που περιλαμβάνουν νέες ενεργειακές τεχνολογίες (αποθεματοποίηση, έξυπνη μέτρηση και φόρτιση ηλεκτρικών αυτοκινήτων), έφτασε τα 898 εκατ. δολάρια.
Οι επενδυτές βρίσκονται αντιμέτωποι με μια σειρά από δύσκολες επιλογές, λόγω των συνεχιζόμενων χαμηλών τιμών χονδρικής και της απουσίας νέων συμφωνιών για έργα συμβατικής παραγωγής στις αναπτυγμένες αγορές. Το αποτέλεσμα στη διάρκεια του 2016 ήταν μία νέα αύξηση των αποτιμήσεων των παγίων στοιχείων του δικτύου, καθώς και συμφωνίες ΑΠΕ, υποστηριζόμενες από ενεργειακές συμβάσεις αγοράς, καθώς οι επενδυτές αναζήτησαν τρόπους να τοποθετήσουν τα χρήματά τους σε ασφαλή και σταθερά περιουσιακά στοιχεία με εγγυημένες αποδόσεις της απαιτούμενης κλίμακας. Παράλληλα, εκδηλώνεται μια αξιοσημείωτη στροφή προς τις νέες ενεργειακές τεχνολογίες, καθώς οι επενδυτές ενστερνίζονται την ανάγκη να διαφοροποιηθούν.
Η Ευρώπη κατέγραψε τη μεγαλύτερη ετήσια αξία συμφωνιών από το 2012
Η αξία των συμφωνιών στον τομέα της ενέργειας και των εταιρειών κοινής ωφελείας στην Ευρώπη ανήλθε σε 51 δισ. δολάρια το 2016, η μεγαλύτερη αξία από το 2012. Η δραστηριότητα του τελευταίου τριμήνου αντιπροσωπεύει πάνω από το 50% της αξίας των συμφωνιών ολόκληρης της χρονιάς, αγγίζοντας τα 27,8 δισ. Οι συναλλαγές μεταφοράς και διανομής (transmission and distribution – T&D) αντιπροσωπεύουν 22,7 δισ. δολάρια από τη συνολική αξία συμφωνιών στην περιοχή. Εξαιρώντας τα περιουσιακά στοιχεία μεταφοράς και διανομής, η αξία των συμφωνιών μειώθηκε κατά 7% σε σχέση με το 2015, καθώς οι επενδύσεις στον τομέα της παραγωγής και των ΑΠΕ μειώθηκαν σε ετήσια βάση.
Η δυναμική στην ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας θέτει όλο και περισσότερες προκλήσεις. Οι τιμές χονδρικής έχουν μειωθεί κατά το ήμισυ τα τελευταία πέντε χρόνια, με αποτέλεσμα σημαντικές απώλειες για τις εταιρείες κοινής ωφέλειας. Ως επακόλουθο, αυξάνονται οι επενδύσεις σε πιο κερδοφόρα ρυθμιζόμενα δίκτυα και επιχειρήσεις ΑΠΕ και μειώνονται αυτές σε συμβατικές μονάδες παραγωγής.
Οι διασυνοριακές συμφωνίες αντιπροσωπεύουν το 71% της συνολικής αξίας των συμφωνιών, με το Ηνωμένο Βασίλειο και την Τσεχία να έχουν προσελκύσει σχεδόν 19 δισ. δολάρια από συγχωνεύσεις και εξαγορές ξένων επενδυτών. Όσον αφορά στην Ελλάδα, πραγματοποιήθηκε μία διασυνοριακή συμφωνία, που αφορά στην πώληση του 24% του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) από τη ΔΕΗ στην κινεζική εταιρεία State Grid International Development Ltd., έναντι 352 εκατ. δολαρίων.
Εστιάζοντας στην Ελλάδα, η έρευνα αναφέρει ότι, μετά την αποτυχία της πώλησης του Διαχειριστή Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ), αναμένεται νέα προσπάθεια αποκρατικοποίησής του στο προσεχές μέλλον. Παράλληλα, επισημαίνεται η ανάγκη διεξαγωγής διαγωνισμών για την αύξηση της δυναμικής των ΑΠΕ.
Ο κ. Τάσος Ιωσηφίδης, εταίρος και επικεφαλής του τμήματος Χρηματοοικονομικών Συμβούλων της ΕΥ Ελλάδος, αναφέρει σχετικά: «Η χώρα μας έχει άμεση ανάγκη επενδύσεων στον τομέα της ενέργειας, προκειμένου να καταφέρει να αξιοποιήσει πλήρως τις δυνατότητές της. Η απελευθέρωση της αγοράς και οι σχεδιαζόμενες ιδιωτικοποιήσεις, όπως αυτή του ΑΔΜΗΕ, αποτελούν ευκαιρία για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και τεχνογνωσίας και για τον εκσυγχρονισμό του δικτύου. Παράλληλα, θα ενισχύσουν τη στροφή προς τις ΑΠΕ, έναν τομέα όπου απαιτούνται σημαντικά βήματα για να καταφέρει η Ελλάδα να πετύχει τους στόχους της για το 2020».