Webcast με στόχο να συμβάλει στην κατανόηση των σημαντικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εξαιτίας της πανδημίας του COVID-19, οργάνωσε την Τρίτη, 14 Απριλίου, η ΕΥ Ελλάδος, με το 78% των στελεχών που συμμετείχαν σε αυτό να εκτιμούν ότι υπάρχει κάποια πιθανότητα, η κρίση να οδηγήσει σε περαιτέρω ενοποίηση μεταξύ των ελληνικών συστημικών τραπεζών.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με δελτίο Τύπου της ΕΥ, τo webcast, στο οποίο συμμετείχαν ανώτατα και ανώτερα στελέχη του χρηματοπιστωτικού τομέα, είναι το τέταρτο κατά σειρά που διοργανώνει η ΕΥ σχετικά με τις προκλήσεις του κορονοϊού στην οικονομία και τις επιχειρήσεις.
Το webcast άνοιξαν οι κ.κ. David Barker, EY CESA Transaction Advisory Services Corporate Finance Leader και Ajay Rawal, Partner, Global and EMEIA Banking Restructuring Leader, οι οποίοι αναφέρθηκαν στις επιπτώσεις της παγκόσμιας εξάπλωσης της πανδημίας στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και πώς αυτό επηρεάζει τη σταθερότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας. O κος Barker παρουσίασε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την ιστορική πτώση του δείκτη PMI (Purchasing Managers’ Index) στην Ευρωζώνη, τον Μάρτιο του 2020, ενώ ανέλυσε τον αντίκτυπο της κρίσης στο ΑΕΠ ορισμένων εκ των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών οικονομιών, τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι κάθε εβδομάδα που περνάει με την οικονομία σε καθεστώς lockdown, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ αυξάνεται.
Με τη σειρά του, ο κος Rawal τόνισε ότι είναι απαραίτητο να ληφθούν στοχευμένα μέτρα στήριξης της οικονομίας, για την αντιμετώπιση του σοκ που προκάλεσε ο COVID-19, σε τρία στάδια: το «τώρα» της κρίσης, την «επόμενη μέρα» και το «μετέπειτα». Πιο συγκεκριμένα, πρότεινε μέτρα, όπως η διευκόλυνση χρηματοδότησης χρεογράφων και προγράμματα εγγύησης δανείων για την αντιμετώπιση του «τώρα» της κρίσης, η δημιουργία ενός μακροπρόθεσμου ασφαλιστικού προϊόντος που θα καλύπτει την αποσταθεροποίηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από πανδημίες και θα παρέχει υποστήριξη και ρευστότητα κατά την «επόμενη μέρα», καθώς και ένα σχήμα «δανειστή έσχατης ανάγκης» ή μίας κυβερνητικής εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων, για την αντιμετώπιση των αναγκών των τραπεζών στο «μετέπειτα» της πανδημίας.
Στη συνέχεια, ο κος Γιώργος Παπαδημητρίου, Εταίρος και Επικεφαλής Τομέα Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών EY Ελλάδος και Επικεφαλής Κλάδου Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών EY Κεντρικής, Ανατολικής, Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας (CESA), έκανε μια εισαγωγή στις επιπτώσεις της πανδημίας για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, εστιάζοντας στις διαφορές που αναμένουμε στις επιπτώσεις, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ο κος Παπαδημητρίου εξήγησε ότι η κρίση εκδηλώθηκε την ώρα που οι ελληνικές τράπεζες είχαν χαράξει και υλοποιούσαν ένα σαφή οδικό χάρτη για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους (MEA / Non Performing Exposures – NPEs) και την ενίσχυση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου τους. Η πορεία αυτή, κινδυνεύει να ανακοπεί από τις εξελίξεις που πυροδότησε η πανδημία, δημιουργώντας την ανάγκη για αναθεώρηση της στρατηγικής και επανεξέταση όλων των λειτουργιών των τραπεζών. Η δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων δημιουργεί νέους κινδύνους, ενώ πολλοί από τους υπολογισμούς και τις παραδοχές που ίσχυαν έως σήμερα, αναθεωρούνται.
«Οι επιπτώσεις της πανδημίας θα θέσουν σε δοκιμασία την ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος. Είναι ζωτικής σημασίας να υπάρξει μια συντονισμένη νομισματική, δημοσιονομική και κανονιστική στήριξη, τόσο από τις ευρωπαϊκές αρχές, όσο και από την ελληνική κυβέρνηση», τόνισε ο ομιλητής. Καθώς η κρίση επηρεάζει όλο το οικοσύστημα, «οι τράπεζες θα πρέπει να προχωρήσουν στην αναδιάρθρωση και τον μετασχηματισμό τους, καθώς και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους, ενώ παράλληλα θα αλλάζουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο», συμπλήρωσε.
Σε σχετική ερώτηση, το 78% των στελεχών που παρακολούθησαν το webcast, θεωρούν ότι υπάρχει κάποια πιθανότητα για περαιτέρω ενοποίηση μεταξύ των ελληνικών συστημικών τραπεζών, ως συνέπεια της κρίσης. Στον αντίποδα, ένα 22% πιστεύουν ότι και οι τέσσερις τράπεζες θα είναι απαραίτητες την επαύριο του COVID-19.
Κατά την τρίτη ενότητα, η κα Ευτυχία Κασελάκη, Εταίρος στο Τμήμα Συμβουλευτικών Υπηρεσιών, Υπηρεσίες Ψηφιακού Μετασχηματισμού και Επικεφαλής των Συμβουλευτικών Υπηρεσιών Ανθρώπινου Δυναμικού της ΕΥ Ελλάδος, τόνισε ότι «οι ελληνικές τράπεζες έχουν δρομολογήσει μια πορεία διαρθρωτικού μετασχηματισμού. Η κρίση δεν αναιρεί τον σκοπό αυτή της προσαρμογής, αντίθετα τον καθιστά ακόμη πιο επίκαιρο, αλλά ασκεί μεγαλύτερη πίεση στο βάθος και στη διάρκεια της υλοποίησής του». Σύμφωνα με την ομιλήτρια, η κρίση ανέδειξε τη σημασία των νέων επιχειρηματικών μοντέλων που επέβαλε η ψηφιοποίηση, αλλά και την ανάγκη προσαρμογής του τρόπου λειτουργίας σε ένα ρευστό και αβέβαιο περιβάλλον, και μιας άμεσης αντίδρασης στις μεταβαλλόμενες ανάγκες και προσδοκίες των πελατών.
Κατά τη διάρκεια της ενότητας, ζητήθηκαν οι εκτιμήσεις των συμμετεχόντων για το εάν η κρίση θα οδηγήσει σε συρρίκνωση του δικτύου καταστημάτων των τραπεζών. H συντριπτική πλειοψηφία (79%) εκτίμησαν ότι θα υπάρξει συρρίκνωση άνω του 20%. Εξ’ αυτών, το 17% θεωρεί ότι η συρρίκνωση θα είναι σημαντική και θα ξεπερνά το 30%. Αντίθετα, το 20% εκτιμά ότι η συρρίκνωση θα είναι οριακή και τα καταστήματα θα μετασχηματιστούν.
Η κα Κασελάκη παρουσίασε τέσσερις βασικούς άξονες μετασχηματισμού, όπως η διαμόρφωση του νέου κατάλληλου μεγέθους του οργανισμού, η ανάδειξη ηγετικών στελεχών που να επιδεικνύουν ενσυναίσθηση και να ισορροπούν ανάμεσα στην τεχνολογία, τα δεδομένα και τον ανθρώπινο παράγοντα, η στρατηγική επανατοποθέτηση του ταλέντου και η εκπαίδευσή του σε νέες δεξιότητες, και η διαμόρφωση κουλτούρας καινοτομίας και ατομικής και συλλογικής υπευθυνότητας, που να εμπνέει εμπιστοσύνη στην ηγεσία. Προέβλεψε ότι οι νέοι τρόποι ευέλικτης μορφής εργασίας και τηλεργασίας, που προέκυψαν ως αντίδραση στην πανδημία, θα παραμείνουν και μετά την κρίση, υποχρεώνοντας τις τράπεζες να προχωρήσουν σε δραστικές αλλαγές για να ευθυγραμμιστούν με τα νέα δεδομένα. Συνεπώς, οι τράπεζες θα πρέπει, εστιάζοντας στον ανθρώπινο παράγοντα και τις δεξιότητες, την καινοτομία και την τεχνολογία, αλλά και με κοινωνική ευαισθησία, παράλληλα με τη διαχείριση των σημερινών προκλήσεων, να σχεδιάσουν την επόμενη μέρα, για να είναι προετοιμασμένες να ανταποκριθούν κατάλληλα στις ανάγκες της αγοράς στη νέα εποχή που διαμορφώνεται, και να παραμείνουν σχετικές με τις αλλαγές που θα συντελεστούν κατά τα επόμενα έτη.
Στις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν οι τράπεζες ως προς τα θέματα πίστης και διαχείρισης κινδύνων, αναφέρθηκε αναλυτικά ο κος Σπύρος Ξανθόπουλος, Εταίρος στο Τμήμα Συμβουλευτικών Υπηρεσιών της EY Ελλάδος. Ο ομιλητής εξήγησε ότι η διακοπή λειτουργίας των επιχειρήσεων, οι περιορισμοί στις μετακινήσεις και η μείωση της ζήτησης θα επηρεάσουν όλους τους τομείς της οικονομίας, αλλά με διαφορετική ένταση και διάρκεια, οδηγώντας σε αυξημένες επισφάλειες. Ο κος Ξανθόπουλος συνέκρινε τους βασικούς τομείς της οικονομίας ως προς τη συμμετοχή τους στο ΑΕΠ και τον βαθμό έκθεσης των τραπεζών, και κατέληξε ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα θα προκύψουν στους χώρους που σχετίζονται με τους κλάδους του τουρισμού και των μεταφορών. Σε αυτό το περιβάλλον, η επίτευξη του στόχου του περιορισμού των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε επίπεδα χαμηλότερα του 20% μέχρι το τέλος του 2021 φαίνεται προβληματική, καθώς η οργανική μείωση θα ανακοπεί, οι εισροές ΜΕΑ θα αυξηθούν λόγω πτωχεύσεων, ενώ οι πωλήσεις και οι τιτλοποιήσεις χαρτοφυλακίων θα καθυστερήσουν. Οι τράπεζες θα πρέπει να λειτουργήσουν προληπτικά, αναδιοργανώνοντας και ενισχύοντας τις σχετικές δομές τους, αλλά και αναπτύσσοντας σχετικά προϊόντα ρυθμίσεων για τη στήριξη των πελατών τους, ούτως ώστε να μπορέσουν να απορροφήσουν τους επερχόμενους κραδασμούς.
Στη συνέχεια, τόνισε ότι ο ρόλος των τραπεζών κρίνεται καθοριστικός για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας στα προ-κρίσης επίπεδα, υπογραμμίζοντας ότι, καθώς οι κρατικές εγγυήσεις κρίνονται προς το παρόν μικρές, θα κληθούν να παράσχουν χρηματοδότηση στις επιχειρήσεις, κυρίως από ιδία κεφάλαια. Προτεραιότητα θα πρέπει να αποτελεί η επιτάχυνση των διαδικασιών πιστωτικής αξιολόγησης, καθώς και η δημιουργία εξειδικευμένων σεναρίων COVID-19 για διάφορους κλάδους της οικονομίας, με σκοπό την αξιολόγηση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων για τους επόμενους 18 μήνες. Ο ομιλητής συμπλήρωσε ότι απαιτείται συντονισμός και μεταξύ των τραπεζών για ιδιωτικά moratoriums, σε τομείς της οικονομίας που πλήττονται σοβαρά από την πανδημία, τα οποία θα είναι ευθυγραμμισμένα με τις αντίστοιχες κυβερνητικές πρωτοβουλίες.
Κατά την τελευταία ενότητα του webcast, o κος Αχιλλέας Αρβανίτης, Associate Partner στο Τμήμα Συμβουλευτικών Υπηρεσιών της EY Ελλάδος, παρουσίασε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν ειδικότερα η λιανική τραπεζική και η εμπορική τραπεζική, εξαιτίας της κρίσης. Ο ομιλητής αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε πέντε ομάδες προκλήσεων: την προσαρμογή στις ταχέως μεταβαλλόμενες συμπεριφορές των καταναλωτών, την παροχή ρευστότητας για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών των πελατών, την απότομη μετάβαση στα ψηφιακά δίκτυα, το κόστος εξυπηρέτησης, καθώς και τις επιπτώσεις των νέων δεδομένων στο δίκτυο των καταστημάτων και τον αντίκτυπο στα έσοδα. Οι τράπεζες θα πρέπει να σχεδιάζουν τις δράσεις τους, όχι μόνο για τη βραχυπρόθεσμη αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά, παράλληλα, και για τον μεσοπρόθεσμο και τον μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα.
Σε αυτό το νέο περιβάλλον, ο ομιλητής υπογράμμισε ότι η διασφάλιση της εμπιστοσύνης των πελατών είναι το κλειδί, καθώς η πανδημία μεταβάλλει τις ανάγκες και τη συμπεριφορά τους με πρωτόγνωρη ταχύτητα. «Η κρίση του COVID-19 θέτει το υπόβαθρο για να σχεδιάσουν οι τράπεζες καινοτόμες υπηρεσίες που θα ανταποκρίνονται στις νέες ανάγκες των πελατών», σημείωσε ο κος Αρβανίτης, τονίζοντας ότι, «αναδύεται μία ευκαιρία για να επισπευσθεί ο μετασχηματισμός, με ιδιαίτερη έμφαση στο κόστος, την πελατοκεντρικότητα και την ανθεκτικότητα».
Το webcast ολοκληρώθηκε με συζήτηση, όπου τα στελέχη της EY απάντησαν σε σειρά ερωτημάτων που τέθηκαν από τους συμμετέχοντες, αναλύοντας σε μεγαλύτερο βάθος πτυχές των θεμάτων που τους απασχόλησαν.
Το δελτίο Τύπου της EY Ελλάδος καταλήγει αναφέροντας πως θα συνεχίσει να διοργανώνει τακτικά webcasts για μια σειρά από κρίσιμους τομείς της επιχειρηματικής και οικονομικής δραστηριότητας, με στόχο την ενημέρωση και συζήτηση σχετικά με τις επιπτώσεις και προκλήσεις που δημιουργεί η κρίση του κορονοϊού.