Του Βασίλη Γεώργα
Η Ελλάδα μπαίνει στο 2017 με μια θηλιά στο λαιμό που, ενώ ακόμη επιτρέπει στην κυβέρνηση να επιτίθεται με ασφάλεια κατά του ΔΝΤ και του Βερολίνου, σύντομα θα αρχίσει να σφίγγει και να πνίγει τις επαναστατικές φωνές που έχουμε συνηθίσει να ακούμε κάθε φορά που πρόκειται να σαλπίσει γενικευμένη υποχώρηση πριν την υπογραφή μιας συμφωνίας.
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας την επόμενη χρονιά είναι τόσο μεγάλες και απαιτητικές, ώστε καθίσταται μονόδρομος η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και η αποδέσμευση της δόσης των 6,1 δισ. ευρώ μέχρι την Άνοιξη προκειμένου να μην αρχίσουν να αναζωπυρώνονται σενάρια χρεοκοπίας και παράλληλα να μην χαθεί ο στόχος της ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Μόνο τα γνωστά και «κρυφά» δάνεια που πρέπει να αποπληρωθούν το 2017 φτάνουν τα 12,7 δισ. ευρώ χωρίς να υπολογίζονται τα 14,8 δισ. ευρώ των εντόκων γραμματίων που πρέπει να ανακυκλωθούν με χαμηλά επιτόκια. Το ποσό είναι τέτοιο που σε συνδυασμό με την υποχρέωση της χώρας να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,15 δισ. ευρώ το 2017 (1,75% του ΑΕΠ), δεν μπορεί να το σηκώσει μόνη της η ελληνική οικονομία. Εκ των πραγμάτων οι χρηματοδοτικές ανάγκες συνιστούν ένα τεράστιο βάρος που όσο περνά ο καιρός θα κάνει τους πιστωτές πιο ισχυρούς και την κυβέρνηση περισσότερο ευάλωτη καθώς γνωρίζει ότι δεν μπορεί πλέον να εξαργυρώσει την πολιτική της επιβίωση με ένα νέο σαμποτάζ στην ελληνική οικονομία.
Από τις συνολικές υποχρεώσεις των 12,7 δισ. ευρώ που πρέπει να πληρωθούν:
-Το μεγαλύτερο ποσό, πάνω από 5 δισ. ευρώ χρεών, αφορούν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία είναι θεωρητικά ο «σύμμαχος» από τον οποίο η χώρα περιμένει να την ευνοήσει με την ποσοτική χαλάρωση.
-άλλα 3,2 δισ. ευρώ είναι δάνεια προς τον ESM
-μόλις 736 εκατ. ευρώ είναι τα δάνεια που πρέπει να πληρωθούν το 2017 στο ΔΝΤ
-και από εκεί και μετά υπάρχουν τα δάνεια προς ιδιώτες. Τον Ιούλιο λήγει το τριετές «ομόλογο Σαμαρά» ύψους 2,089 δισ. ευρώ το οποίο η κυβέρνηση ελπίζει να αντικαταστήσει με νέα έκδοση ομολόγων από τις αγορές.
Yπάρχουν άλλα τέσσερα μικρότερα και «άγνωστα» δάνεια συνολικού ύψους 1,379 δισ. ευρώ από ομόλογα που οι κάτοχοι τους δεν δέχτηκαν να κουρευτούν με το PSI του 2012 και πρέπει να αποπληρωθούν φέτος στο ακέραιο. Πρόκειται για δύο κρατικά ομόλογα αξίας 285,7 εκατ. ευρώ και 476,19 εκατ. ευρώ που έχουν εκδοθεί σε αλλοδαπό δίκαιο και ξένο νόμισμα (γεν), και άλλα δύο ομόλογα του ΟΣΕ (450 εκατ. τον Μάρτιο του 2017 και 165 εκατ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2017) των οποίων έχει μπει εγγυητής το ελληνικό δημόσιο.
Οι διαφορές που έχουν να λύσουν κυβέρνηση και δανειστές πριν καταλήξουν σε μια συμφωνία, είναι εδώ και καιρό πολύ συγκεκριμένες. Ορθώς υποστηρίζει η κυβέρνηση πως δεν πρόκειται για τεχνικά ζητήματα, αλλά για «πολιτικά» που σχετίζονται με το αν η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να νομοθετήσει προληπτικά μέτρα ως εγγύηση προς τους πιστωτές της ότι θα επιτευχθούν οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ από το 2018. Για τα πλεονάσματα αυτά η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί πολλαπλώς η χώρα με βάση τις αποφάσεις των Eurogroup αλλά και εμμέσως στην πρόσφατη επιστολή Τσακαλώτου προς τον ESM.
Η ουσιαστική μάχη της διαπραγμάτευσης θα δοθεί από τη μια στο μέτωπο του προσδιορισμού των επιπλέον δημοσιονομικών μέτρων που ζητούν για το 2019 και εντεύθεν οι δανειστές, και από την άλλη στο αίτημα της Ελλάδας και του ΔΝΤ να υπάρξει γραπτή δέσμευση από το Eurogroup για το είδος των «μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων» μείωσης του χρέους που θα μπορούσαν να ενεργοποιηθούν μετά το 2018.
Πρόκειται για μια μάχη που έχει ως επί το πλείστον επικοινωνιακά χαρακτηριστικά δεδομένου ότι η κυβέρνηση έχει ήδη αποδεχτεί την υποχρέωση να νομοθετήσει συγκεκριμένα μέτρα εισπρακτικού χαρακτήρα αλλά και διευρυμένο «κόφτη» δαπανών στις συντάξεις και τους μισθούς για μετά το 2018, τις λεπτομέρειες των οποίων μένει να μάθουμε μέσα στον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο.
Οι ευρωπαίοι εταίροι έχουν καταστήσει σαφές σε όλους τους τόνους ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ είναι απαραίτητη για να συνεχιστεί ομαλά το πρόγραμμα, ενώ ήδη το Eurogroup της 5ηςΔεκεμβρίου έχει καλέσει την Ελλάδα να καταρτίσει στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης έναν «διευρυμένο μηχανισμό (σ.σ «κόφτη») και να λάβει διαρθρωτικά μέτρα που θα εξασφαλίσουν τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων για την περίοδο μετά το 2018.
Υπό το πρίσμα αυτό τα δεδομένα υπό τα οποία η Ελλάδα καλείται να κλείσει την δεύτερη αξιολόγηση δεν πρόκειται να διαφοροποιηθούν και σε καμία περίπτωση δεν ευνοούν τη διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης, ακόμη και αν η προσπάθεια είναι να αποκρουστούν οικονομικά παράλογες και κοινωνικά επώδυνες απαιτήσεις όπως είναι οι μειώσεις στις συντάξεις και οι νέες περικοπές στο αφορολόγητο όριο.
Επιπλέον χωρίς αξιολόγηση δεν υπάρχει καμία ανοικτή πόρτα για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση που πλέον στην καλύτερη περίπτωση δεν μπορεί να καταστεί εφικτή πριν τον Μάρτιο. Το QE αποτελεί προϋπόθεση όχι μόνο για να επιτευχθούν οι φιλόδοξοι δημοσιονομικοί και αναπτυξιακοί στόχοι του 2017, αλλά παράλληλα και για να εφαρμοστούν επιτυχώς τα βραχυπρόθεσμα μέτρα μείωσης του χρέους (σ.σ οι τράπεζες θα αποκτήσουν νέα ομόλογα από τον ESM που στη συνέχεια θα τα πουλήσουν στην ΕΚΤ), να ανοίξει πρόσβαση σε φτηνό δανεισμό για τις μεγάλες επιχειρήσεις και εν τέλει να δημιουργηθούν προϋποθέσεις δοκιμαστικής εξόδου στις αγορές από το Δημόσιο μέσω της πτώσης των επιτοκίων δανεισμού στις αγορές.
Ως εκ τούτου η καθυστέρηση στην αξιολόγηση είναι περισσότερο μια προσπάθεια να καταστεί πολιτικά διαχειρίσιμη η δύσκολη συμφωνία που έχει να κλείσει η κυβέρνηση, παρά αποσκοπεί στο να δημιουργήσει πρόβλημα στους δανειστές.
Αντιθέτως αν παραταθεί επί μακρόν και μέσα στην επόμενη χρονιά, είναι προφανές πως το πρόβλημα θα το έχει για μια ακόμη φορά η ελληνική οικονομία.