Η θηριώδης φοροδιαφυγή της πλειοψηφίας των ελευθέρων επαγγελματιών είναι πραγματικό γεγονός. Μέρος αυτής της φοροδιαφυγής, χαρακτηρίζεται σαν «φοροδιαφυγή επιβίωσης». Δηλαδή αποτελεί αναγκαιότητα ώστε κάποιοι αυτοαπασχολούμενοι να μπορούν να στέκονται οριακά στα πόδια τους. Ένα άλλο μέρος χαρακτηρίζεται σαν «συστηματική φοροδιαφυγή». Είναι δηλαδή, ένα από βασικά συστατικά της αντίστοιχης επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Μπορεί να γίνει πιστευτό άραγε, ότι μόλις το 1/3 των ελεύθερων επαγγελματιών στο χώρο της εστίασης εμφανίζει κέρδη; Μπορεί να γίνει πιστευτό, ότι τα περιθώρια κέρδους των μπαρ είναι 14%; Μπορεί να γίνει πιστευτό, ότι μόλις το 1/3 των ελεύθερων επαγγελματιών στο χώρο των συνεργείων αυτοκινήτων, εμφανίζει κέρδη; Ότι το 30% των οδοντιάτρων, έχει ζημιογόνα δραστηριότητα; Φυσικά και όχι.
Όσο κραυγαλέα και να είναι τα στοιχεία που δίνουν κατά καιρούς στη δημοσιότητα οι φορολογικές αρχές, η πάταξη της φοροδιαφυγής και η επιλογή του κατάλληλου μείγματος μέτρων για την επίτευξη της, απαιτεί ισορροπίες. Έτσι ώστε αφενός να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα και αφετέρου να μην πληγεί η μικρή επιχειρηματικότητα και η οριακή αυτοαπασχόληση. Και ο τελικός στόχος της πάταξης της φοροδιαφυγής δεν είναι άλλος, από την περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών.
Αφού όσο διευρύνεται η φορολογική βάση, τόσο αυξάνονται τα φορολογικά έσοδα, οπότε η δυνατότητα μείωσης των φορολογικών συντελεστών γίνεται ολοένα και πιο εφικτή. Εάν και εφόσον βέβαια, τα έσοδα του δημοσίου δεν καταλήγουν στην κάλυψη μη αναγκαίων και απαραίτητων κρατικών δαπανών.
Οι περισσότεροι περιμέναμε ότι η κυβέρνηση θα υιοθετούσε διατάξεις που θα ενίσχυαν την πρόληψη της φοροδιαφυγής, παρά την καταστολή της. Περιμέναμε πως θα δίνονταν μια σειρά από κίνητρα προς τους καταναλωτές, που με τη σειρά τους θα απαιτούσαν την έκδοση νόμιμων παραστατικών από την πλευρά των αυτοαπασχολουμένων και των ατομικών επιχειρήσεων. Ωστόσο, επελέγη μια οριζόντια ρύθμιση, που κυνηγάει το αποτέλεσμα.
Τι ισχύει σήμερα; Σε κάθε συναλλαγή και οι δυο πλευρές επιζητούν τη μεγιστοποίηση του οφέλους τους. Ο καταναλωτής επιθυμεί να πληρώσει όσο το δυνατόν χαμηλότερη τιμή και ο πωλητής της υπηρεσίας ή του προϊόντος, επιθυμεί το μεγαλύτερο γι’ αυτόν κέρδος.
Έτσι συνήθως στη συναλλαγή δεν εκδίδεται παραστατικό, ο καταναλωτής «γλυτώνει» τον ΦΠΑ και κάποια έκπτωση στην τιμή, ενώ ο πωλητής «κερδίζει» τον ΦΠΑ και δεν αυξάνει τον τζίρο του, ούτε την κερδοφορία του αφού δεν εμφανίζει έσοδα από τη συναλλαγή. Και αυτό διότι η συναλλαγή δεν περνάει ούτε μέσα από έκδοση παραστατικού, ούτε μέσω POS, ούτε τίποτα.
Ε, λοιπόν το φορολογικό νομοσχέδιο δεν κάνει το παραμικρό για να κτυπήσει αυτό το είδος της συναλλαγής, που ισχύει κατά κόρον, είτε πάμε σε εστιατόριο, είτε σε εμπορικό κατάστημα, είτε σε κομμωτήριο, είτε ζητήσουμε τις υπηρεσίες τεχνικών επαγγελμάτων. Διότι αμφότεροι οι συναλλασσόμενοι βγαίνουν κερδισμένοι.
Πώς αντιμετωπίζεται αυτό το είδος της συναλλαγής που πραγματοποιείται κάτω από το φορολογικό ραντάρ; Πώς είναι δυνατόν μια τέτοια συναλλαγή να γίνει από «μαύρη», «άσπρη»; Μόνο μέσω παροχής κινήτρων προς τον καταναλωτή.
Και ποιο είναι αυτό το κίνητρο; Η πλήρης έκπτωση του ποσού που καταβάλει ο καταναλωτής, από το ήδη φορολογημένο εισόδημα του. Που θα οδηγήσει σε επιστροφή φόρου για τον καταναλωτή - φορολογούμενο, την επόμενη χρονιά. Έτσι από τη μια πλευρά ανταμείβεται ο καταναλωτής και από την άλλη, η έκδοση του παραστατικού οδηγεί στον καταλογισμό ΦΠΑ, στην προσμέτρηση του εσόδου στον τζίρο του αυτοαπασχολούμενου και στην εν δυνάμει κερδοφορία του.
Η κυβέρνηση επέλεξε να μην προχωρήσει σε μια γενναία μεταρρύθμιση του φορολογικού καθεστώτος. Δεν προχώρησε στη θέσπιση ενός μέτρου που θα προκαλούσε διατάραξη του επικρατούντος τέλματος. Επανέφερε τα τεκμήρια εισοδήματος για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τη στιγμή που είχε ξεκινήσει ήδη η συζήτηση για τη σταδιακή κατάργηση των τεκμηρίων διαβίωσης, που εξακολουθούν να δημιουργούν στρεβλώσεις και προβλήματα. Επιστρέψαμε δηλαδή σε μεθόδους που είχαν θεωρηθεί πρωτοποριακές πριν από 30 χρόνια.
Ωστόσο, η εστία του προβλήματος είναι αλλού και δεν μπορεί να λυθεί με ξεπερασμένες μεθόδους. Το σύνολο των δηλωμένων ακαθάριστων εσόδων των ελεύθερων επαγγελματιών, πλησιάζει τα 50 δισ. ευρώ. Και τα δηλωμένα καθαρά κέρδη που εμφανίζουν υπερβαίνουν οριακά τα 4 δισ. ευρώ.
Τι επιθυμούν να καταφέρουν οι φορολογικές αρχές;
Αφενός να αυξήσουν το ύψος των δηλωμένων ακαθάριστων εσόδων και αφετέρου να αυξήσουν το ύψος των δηλωμένων καθαρών κερδών.
Πώς αυξάνεται το ύψος των δηλωμένων ακαθάριστων εσόδων; Με την παροχή φορολογικών κινήτρων προς τους καταναλωτές, ώστε να τους συμφέρει να «ζητούν αποδείξεις», αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο τα ακαθάριστα έσοδα των ελεύθερων επαγγελματιών.
Πώς αυξάνεται το ύψος των δηλωμένων καθαρών κερδών; Με την ορθολογικοποίηση του φορολογικού συστήματος και την υιοθέτηση σταθερών και διαφανών φορολογικών μεθόδων και κριτηρίων. Διότι είναι γνωστό ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες «φορτώνουν» με έξοδα τα βιβλία τους, διότι γνωρίζουν πως όταν θα έρθει ο φορολογικός έλεγχος, θα τους «πετάξει έξω» τουλάχιστον το 30% των εξόδων που έχουν περάσει. Τόσο απλά.
Δυστυχώς, η κυβέρνηση επέλεξε την επιβολή οριζόντιων μέτρων. Μέτρα τα οποία είναι εξ ορισμού άδικα, όπως έδειξε και η υιοθέτηση οριζόντιων μέτρων στα προγράμματα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Τα οριζόντια φορολογικά μέτρα είναι εύκολα στην επιβολή. Ενώ οι στοχευμένοι και ενδελεχείς έλεγχοι στις κατηγορίες ελευθέρων επαγγελματιών που φοροδιαφεύγουν με συστηματικό τρόπο, είναι πιο δύσκολοι.
Η έννοια του «μαχητού» τεκμηρίου, έρχεται να επισφραγίσει με τον καλύτερο τρόπο την αναποτελεσματικότητα των μέτρων.