Μέσα σε τρία χρόνια από την υποβολή της αίτησης τους για να γίνου φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας θα πρέπει να έχουν επενδύσει στη χώρα το ποσό των 500.000 ευρώ. Σε διαφορετική περίπτωση η εφορία θα αναγκαστεί να φορολογήσει το παγκόσμιο εισόδημα του με βάση τις γενικές διατάξεις δηλαδή με την κλίμακα που ισχύει για μισθωτούς και συνταξιούχους που προβλέπονται συντελεστές έως κι 44%.
Η σχετική απόφαση δημοσιεύθηκε στο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και απομένει η κοινή υπουργική απόφαση (Οικονομικών και Ανάπτυξης) για τους τομείς που θα πρέπει να επενδύσουν οι ενδιαφερόμενοι (απαραίτητη προϋπόθεση για τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας).
Οσοι γίνουν φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας θα πληρώνουν 100.000 ευρώ φόρο ετησίως για το παγκόσμιο εισόδημα τους. Ο φόρος σύμφωνα με την απόφαση καταβάλλεται μέχρι τα τέλη Ιουλίου, ενώ στην περίπτωση που δεν καταβληθεί το αργότερο έως το τέλος Δεκεμβρίου, θα φορολογείται για το παγκόσμιο εισόδημά του με βάση την κλίμακα μισθωτών και συνταξιούχων Ειδικότερα και σύμφωνα με την απόφαση:
1. Αρμόδια υπηρεσία για την υποβολή, εξέταση, έγκριση, απόρριψη της αίτησης για υπαγωγή στις διατάξεις εναλλακτικής φορολόγησης εισοδήματος όσων μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα είναι η εφορία Κατοίκων Εξωτερικού και Εναλλακτικής Φορολόγησης Φορολογικών Κατοίκων Ημεδαπής.
2. Ο φορολογούμενος που μεταφέρει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα μπορεί να υπαχθεί σε εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης, για το εισόδημα που προκύπτει στην αλλοδαπή, εφόσον:
3. δεν ήταν φορολογικός κάτοικος της Ελλάδος τα επτά από τα προηγούμενα οκτώ έτη πριν από τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του στην Ελλάδα, και
4. αποδεικνύει ότι επενδύει o ίδιος ή συγγενικό του πρόσωπο. Το ποσό της επένδυσης αυτής δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 500.000 ευρώ. Η επένδυση πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός τριών ετών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
5. Το φυσικό πρόσωπο το οποίο πρόκειται να μεταφέρει τη φορολογική του κατοικία στην Ελλάδα και να υπαχθεί στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης εισοδήματος που προκύπτει στην αλλοδαπή οφείλει να υποβάλει αίτηση το αργότερο έως την 31η του μηνός Μαρτίου του εκάστοτε φορολογικού έτους. Η αίτηση για το τρέχον έτος παραλαμβάνεται ακόμα και αν δεν συνοδεύεται από τα προβλεπόμενα σχετικά δικαιολογητικά κατά τον χρόνο υποβολής της, τα οποία πρέπει να προσκομίσει εντός 60 ημερών.
6. Εφόσον γίνει δεκτή, η υπαγωγή του φορολογουμένου σε εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης για το εισόδημα που προκύπτει στην αλλοδαπή, το φυσικό πρόσωπο καταβάλλει κάθε φορολογικό έτος φόρο κατ’ αποκοπή, ανεξαρτήτως του ύψους εισοδήματος που αποκτήθηκε στην αλλοδαπή, ποσού 100.000 ευρώ. Για κάθε συγγενικό πρόσωπο, για το οποίο ζητήθηκε και εγκρίθηκε η υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης, καταβάλλεται ποσό φόρου ίσο με 20.000 ευρώ και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της φορολογίας δωρεών, κληρονομιών και γονικών παροχών.
7. Ο φόρος πρέπει να καταβληθεί μέχρι το τέλος Ιουλίου και δεν συμψηφίζεται με άλλες φορολογικές υποχρεώσεις ή τυχόν πιστωτικά υπόλοιπα των προσώπων που έχουν υπαχθεί στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης. Τυχόν φόρος που έχει καταβληθεί από τα ίδια αυτά πρόσωπα στην αλλοδαπή για τα εισοδήματα που καλύπτονται από τον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης δεν συμψηφίζεται έναντι οποιασδήποτε φορολογικής τους υποχρέωσης στην Ελλάδα.
8. Το φυσικό πρόσωπο που εντάσσεται στις διατάξεις εφόσον σε κάποιο φορολογικό έτος, και το αργότερο μέχρι την 31 Δεκεμβρίου του έτους αυτού, δεν καταβάλλει ολόκληρο το ποσό, παύει να υπάγεται στις ευνοϊκές διατάξεις και εφεξής φορολογείται για το παγκόσμιο εισόδημά του με την κλίμακα των μισθωτών και συνταξιούχων.
9. Το φυσικό πρόσωπο δύναται, σε οποιοδήποτε φορολογικό έτος, να υποβάλει αίτηση για την ανάκληση της υπαγωγής του στις διατάξεις αυτές. Η αίτηση ανάκλησης υποβάλλεται από τον φορολογούμενο μέχρι την 31η του μηνός Μαρτίου του φορολογικού έτους για το οποίο ζητείται ανάκληση της υπαγωγής στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης εισοδήματός του στην αλλοδαπή. Σε περίπτωση ανάκλησης, το φυσικό πρόσωπο υπάγεται σε φορολογία σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για το φορολογικό έτος εντός του οποίου υποβάλλει την αίτηση ανάκλησης και εφεξής δεν υποχρεούται στην καταβολή του κατ’ αποκοπήν ποσού φόρου για το έτος αυτό. Έπειτα από την υποβολή της αίτησης ανάκλησης, νέα αίτηση υπαγωγής στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του εισοδήματος αλλοδαπής μπορεί να γίνεται δεκτή, με τις κάτωθι προϋποθέσεις και όρους:
• Αν έχει ολοκληρωθεί η επένδυση, νέα αίτηση υπαγωγής μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε χωρίς να απαιτείται νέα επένδυση, και εφόσον γίνει δεκτή, θα ισχύει για τόσα έτη όσα υπολείπονται ώς τη συμπλήρωση των 15 ετών.
• Αν η ανάκληση ζητηθεί εντός της τριετούς προθεσμίας που προβλέπεται για την ολοκλήρωση της επένδυσης και αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, υπό την προϋπόθεση ότι ο φορολογούμενος παραμένει φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, δύναται να υποβάλει εκ νέου αίτηση και εφόσον αυτή γίνει δεκτή, ο φορολογούμενος θα υπαχθεί εκ νέου στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης για τόσα έτη όσα υπολείπονται ώς τη συμπλήρωση του χρονικού διαστήματός της και υπό την προϋπόθεση ολοκλήρωσης της επένδυσης εντός του χρόνου που υπολείπεται της αρχικής τριετίας.
• Αν η ανάκληση ζητηθεί εντός της τριετούς προθεσμίας που προβλέπεται για την ολοκλήρωση της επένδυσης χωρίς αυτή να έχει ολοκληρωθεί, και ο φορολογούμενος κατέστη στο μεταξύ φορολογικός κάτοικος αλλοδαπής, δύναται να υποβάλει εκ νέου αίτηση μόνο μετά την ολοκλήρωση της αρχικής επένδυσης και εφόσον αυτή γίνει δεκτή, ο φορολογούμενος θα υπαχθεί εκ νέου στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης για τόσα έτη όσα υπολείπονται ως τη συμπλήρωση της δεκαπενταετίας και υπό την προϋπόθεση ότι θα προβεί σε νέα επένδυση.
10. Αφού περάσουν τρία έτη από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής ο φορολογούμενος υποχρεούται να προσέλθει στη ΔΟΥ Κατοίκων Εξωτερικού και Εναλλακτικής Φορολόγησης Φορολογικών Κατοίκων Ημεδαπής, με σχετικά δικαιολογητικά που να αποδεικνύουν την περάτωση της επένδυσης. Για τις περιπτώσεις υποβολής αίτησης ανάκλησης, εφόσον δεν ολοκληρωθεί η επένδυση αίρεται η υπαγωγή του στο καθεστώς της εναλλακτικής φορολόγησης για το εισόδημα αλλοδαπής προέλευσης και υπάγεται σε φορολογία σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις. Τα κατ’ αποκοπήν ποσά φόρου που έχουν καταβληθεί δεν επιστρέφονται.