Τα στοιχεία της Eurostat δεν έκαναν τίποτα περισσότερο από το να αποτυπώσουν τη σκληρή πραγματικότητα. Οι πληγές που άνοιξαν κατά τη διάρκεια της 10ετούς ύφεσης δεν μπορούν να επουλωθούν από τη μια στιγμή στην άλλη.
Όταν όλες οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες έβλεπαν το εισόδημα των πολιτών τους να αυξάνει χρόνο με τον χρόνο, εμείς εδώ στην Ελλάδα καταγράφαμε διαδοχικές αυξήσεις στα ποσοστά ανεργίας και τη μία μείωση μισθού (και στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα) μετά την άλλη.
Οι πλουσιότερες χώρες άνοιξαν ακόμη περισσότερο την ψαλίδα σε σχέση με την Ελλάδα, οι φτωχότερες μας έφτασαν και όλες πλην μιας μας ξεπέρασαν. Πού αποτυπώνεται αυτό; Στο κατά κεφαλή ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης τον πιο «σκληρό» δείκτη καθώς ενσωματώνει και την παράμετρο του ονομαστικού εισοδήματος και την παράμετρο του πληθωρισμού. Τι δείχνει αυτός ο δείκτης για την Ελλάδα;
Ότι το μέσο εισόδημα σε όρους αγοραστικής δύναμης είναι το δεύτερο χαμηλότερο στην Ευρώπη καθώς πλέον ξεπερνάμε μόνο τη Βουλγαρία η οποία όμως και αυτή μας έχει προσεγγίσει σε απόσταση αναπνοής. Τι δείχνει ακόμη; Ότι η πληθωριστική κρίση στην Ελλάδα έχει πολύ μεγαλύτερες συνέπειες από οποιαδήποτε άλλη χώρα καθώς η αναλογία του κάθε ευρώ που προστίθεται στην τιμή ενός προϊόντος ως προς το εισόδημα είναι μεγαλύτερη από ότι για οποιονδήποτε άλλο καταναλωτή.
Πολωνία, Ουγγαρία, Ρουμανία, χώρες που μέχρι να ξεσπάσει η οικονομική κρίση στην Ελλάδα θεωρούνταν πολύ φτωχότερες από τη χώρα μας, πλέον μας έχουν ξεπεράσει ανεβάζοντας μέσα σε μια 10ετία τις ετήσιες ονομαστικές αποδοχές τους ακόμη και πάνω από 110-120%.
Εμείς εδώ, εξακολουθούμε και έχουμε το 2024 χαμηλότερο μέσο μισθό από ότι είχαμε το 2009 ή και το 2013. Και αυτό εξηγεί πολλά: γιατί δεν υπάρχει κύμα επιστροφής όσων αναζήτησαν θέση εργασίας στο εξωτερικό, γιατί η αγορά ακινήτου έχει γίνει απαγορευτική, γιατί η δυσαρέσκεια για τον λογαριασμό του supermarket παραμένει στα ύψη.
Με 1250 ευρώ μέσο μισθό, όταν το 2009 ήταν στα 1450 ευρώ, η «άνοιξη» στην αγορά εργασίας θα αργήσει να έρθει. Δεν θα τη φέρει η αύξηση του κατώτατου μισθού αλλά η επιμονή στην προσέλκυση επενδύσεων και μάλιστα επενδύσεων εντάσεως εργασίας και εξειδικευμένης εργασίας. Είναι προφανές ότι τόσα χρόνια η προτεραιότητα ήταν να βρει ο κόσμος δουλειά και να πέσει το ποσοστό από το εξωφρενικό 27%, όμως τώρα το ζητούμενο είναι να βελτιωθούν οι αποδοχές.