Ανάπτυξη που θα ξεπεράσει το 2% θα εμφανίσει η ελληνική οικονομία το 2020, ενώ φέτος θα φτάσει στο 1,9%, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως είπε ο επικεφαλής της, Γιάννης Στουρνάρας, στο πλαίσιο ομιλίας του σε εκδήλωση του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος στο πανεπιστήμιο Yale στις ΗΠΑ.
Μάλιστα, υπό κάποιες προϋποθέσεις, είπε ότι το ποσοστό της ανάπτυξης μπορεί να υπερβεί ακόμα και το 3% μετά το 2020, προβλέποντας ότι η επιστροφή στην «επενδυτική βαθμίδα» μπορεί να μειώσει περαιτέρω το ελληνικό spread κατά 100 μ.β.
Ο κ. Στουρνάρας τόνισε πως παρά κάποια στραβοπατήματα και καθυστερήσεις στην εφαρμογή των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, η Ελλάδα έχει σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο από την έναρξη της κρίσης το 2010, ενώ η εφαρμογή προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής έχει εξαλείψει πολλές μακροοικονομικές ανισορροπίες.
Η κάλυψη του κενού, έπειτα από μια μακρά ύφεση αναμένεται να αντισταθμίσει την αρνητική επίδραση της παγκόσμιας επιβράδυνσης, τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ, επισημαίνοντας ωστόσο πως συνεχίζουν να υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις που συνδέονται με την κρίση, όπως τα υψηλά ποσοστά του δημόσιου χρέους, των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της μακροχρόνιας ανεργίας, ενώ το brain drain και οι ελλιπείς επενδύσεις επηρεάζουν το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό.
Παράλληλα, ανέφερε πως η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αποτελεί υποχρέωση στην οποία δεσμεύεται η Ελλάδα στο πλαίσιο της ενισχυμένης επιτήρησης, καθώς και προϋπόθεση για την ενεργοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
«Η αυξημένη πολιτική αξιοπιστία, μέσω της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων, η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και το ξεμπλοκάρισμα ήδη εγκεκριμένων επενδυτικών σχεδίων θα αυξήσουν την εμπιστοσύνη της αγοράς στις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας», τόνισε.
Επανέλαβε, δε, την ανάγκη να περιοριστεί το πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά ότι «η συστηματική υπέρβαση των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια επετεύχθη χάρη στην περικοπή των δημόσιων επενδύσεων και των υψηλών φόρων οι οποίοι όμως έχουν επιβραδύνει τη δυναμική ανάπτυξης της οικονομίας, μειώνοντας ταυτόχρονα την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, οδηγώντας σταδιακά στη συρρίκνωση της φορολογικής βάσης και της εξάντλησης της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών».