Γ. Στουρνάρας: Πώς θα καλύψει η Ελλάδα το επενδυτικό κενό σε σχέση με την Ευρωζώνη

Γ. Στουρνάρας: Πώς θα καλύψει η Ελλάδα το επενδυτικό κενό σε σχέση με την Ευρωζώνη

«Ο κεντρικός στόχος της οικονομικής πολιτικής της Ελλάδας πρέπει να είναι η επιτάχυνσή της αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ώστε να συγκλίνει σταδιακά προς τα μέσα επίπεδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσα όμως σε συνθήκες δημοσιονομικής σταθερότητας», ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας σε ομιλία του  στο επίσημο δείπνο της Γενικής Συνέλευσης του Συνδέσμου Εταιρειών Συμβούλων Μάνατζμεντ Ελλάδος (ΣΕΣΜΑ).

Όπως ανέφερε, η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας προκάλεσε μια βαθιά ύφεση, οδηγώντας σε σημαντική μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, το οποίο επηρεάστηκε κυρίως από τη μείωση των επενδύσεων και τη χαμηλή παραγωγικότητα.

Για να επιτευχθεί η πραγματική σύγκλιση του ελληνικού ΑΕΠ με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, απαιτείται αύξηση της παραγωγικότητας και του δυνητικού προϊόντος, πρώτον, μέσω επενδύσεων σε παραγωγικό κεφάλαιο, νέες τεχνολογίες και καινοτόμες μεθόδους παραγωγής, και δεύτερον, μέσω μεταρρυθμίσεων. Για να αντισταθμίσουμε τον κίνδυνο των επιπτώσεων μιας επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας, πρέπει να γίνουμε πιο παραγωγικοί και καινοτόμοι. 

«Η Ελλάδα χρειάζεται σημαντικές επενδύσεις για να κλείσει το επενδυτικό κενό σε σύγκριση με την Ευρωζώνη. Το επενδυτικό αυτό κενό εκτιμάται σε 6 περίπου  ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ετησίως, από τις οποίες 4,5 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ αφορούν επενδύσεις σε παραγωγικό κεφάλαιο και 1,5 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ αφορούν επενδύσεις σε κατοικίες», τόνισε.

Ακολούθως είπε:

Για να αυξήσουμε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας στα προ κρίσης επίπεδα σε μια δεκαετία, πρέπει ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας να ξεπεράσει το 2,5%. Αυτό είναι ένας αρκετά φιλόδοξος στόχος, δεδομένου ότι ο μέσος ρυθμός μεταβολής της παραγωγικότητας την περίοδο 1980-2024 δεν ξεπέρασε κατά μέσο όρο το 2%, και αυτό αν εξαιρέσουμε την περίοδο της κρίσης. Αν συνυπολογίσουμε και την περίοδο της κρίσης, ήταν μόνο 1%.

Για να πετύχουμε τον στόχο της σύγκλισης εισοδημάτων χρειαζόμαστε επενδύσεις σε παραγωγικό κεφάλαιο, νέες τεχνολογίες, έρευνα και ανάπτυξη καθώς και ανθρώπινο κεφάλαιο.

Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, τα οφέλη παραγωγικότητας είναι σημαντικά υψηλότερα για επενδύσεις άυλου και ανθρώπινου κεφαλαίου σε σύγκριση με επενδύσεις σε κτήρια και μηχανολογικό εξοπλισμό. 

Συγκεκριμένα, εταιρίες οι οποίες επενδύουν 1% περισσότερο ανά εργαζόμενο σε νέες τεχνολογίες παρουσιάζουν 3% υψηλότερη παραγωγικότητα σε σύγκριση με τη μέση εταιρία. Αντίστοιχα, εταιρίες οι οποίες επενδύουν 1% περισσότερο ανά εργαζόμενο σε ανθρώπινο κεφάλαιο, μέσω προγραμμάτων εκπαίδευσης, παρουσιάζουν 5% υψηλότερη παραγωγικότητα από τη μέση εταιρία.

Τέλος, υψηλά οφέλη σε όρους παραγωγικότητας προκύπτουν από τον συνδυασμό επενδύσεων σε υλικό και άυλο κεφάλαιο, για παράδειγμα επενδύσεις σε συστήματα μηχανογράφησης και εκπαίδευση των εργαζομένων όπως επίσης και από συνδυασμό επενδύσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό και σε έρευνα και ανάπτυξη.

Το επενδυτικό κενό μπορεί να καλυφθεί με συνδυασμό ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων. Η Ελλάδα έχει την μεγάλη ευκαιρία να αξιοποιήσει ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και σημαντικούς ακόμα πόρους από τα Διαρθρωτικά Ταμεία για να υποστηρίξει στρατηγικές επενδύσεις και να επιταχύνει την οικονομική της ανάκαμψη.

Συνεπώς, η απάντηση στον κίνδυνο επιβράδυνσης δεν είναι η αναμονή, αλλά η ενεργητική πολιτική μεταρρυθμίσεων και η προσέλκυση επενδύσεων που θα στηρίξουν τη βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας.

Η επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου και η τάση προστατευτισμού που παρατηρείται διεθνώς ενδέχεται να περιορίσουν τις δυνατότητες περαιτέρω αύξησης των ελληνικών εξαγωγών. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη για μια μακροπρόθεσμη στρατηγική που θα ενισχύσει τη θέση της Ελλάδας στη διεθνή αγορά.

Για να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται μια συνδυασμένη προσέγγιση που δεν θα περιορίζεται μόνο στην αύξηση των εξαγωγών, αλλά και στην υποκατάσταση των εισαγωγών, έτσι ώστε να μειωθεί σταδιακά το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

«Η Ελλάδα διατηρεί ένα διαχρονικά υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο αντανακλά την υψηλή εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενα προϊόντα και ενεργειακά αγαθά. Παρότι οι εξαγωγές έχουν υπερδιπλασιαστεί ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι εισαγωγές παραμένουν επίσης σε υψηλά επίπεδα, γεγονός που καθιστά την οικονομία ευάλωτη σε εξωτερικές διαταραχές. Επομένως, η ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της χώρας και η υποκατάσταση των εισαγωγών με εγχώρια παραγόμενα προϊόντα είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση ενός πιο βιώσιμου αναπτυξιακού μοντέλου», επισήμανε.

Η αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα πρέπει να στηριχθεί σε τρεις βασικούς άξονες:

Ενίσχυση της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας

Η αύξηση των εξαγωγών παραμένει βασικός στόχος, ωστόσο σε ένα περιβάλλον αυξανόμενου εμπορικού προστατευτισμού ο ανταγωνισμός θα είναι πολύ πιο έντονος. Κατά συνέπεια, είναι πολύ σημαντικό να διατηρηθεί και να ενισχυθεί περαιτέρω η ανταγωνιστικότητα κόστους και ποιότητας των ελληνικών εξαγωγών. 

Ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ

Όπως τόνισε πρόσφατα ο Mario Draghi σε μια συνέντευξη στους Financial Times, υπάρχουν ακόμη σημαντικά περιθώρια ενίσχυσης του ενδοκοινοτικού εμπορίου από την κατάργηση περιορισμών και εμποδίων μεταξύ των κρατών-μελών. Η εσωτερική αγορά της ΕΕ είναι μια από τις μεγαλύτερες ενιαίες αγορές στον κόσμο, με 450 εκατομμύρια καταναλωτές και υψηλό επίπεδο οικονομικής ολοκλήρωσης. Ενισχύοντας την εσωτερική αγορά, η ΕΕ μπορεί να περιορίσει την εξάρτησή της από εξωτερικές εμπορικές ροές, επιτρέποντας στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να βρουν εναλλακτικές αγορές εντός της Ένωσης.

Αναβάθμιση της εγχώριας παραγωγής και ενίσχυση της υποκατάστασης των εισαγωγών

Η υποκατάσταση εισαγωγών αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος και τη θωράκιση της οικονομίας απέναντι σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς. Η Ελλάδα πρέπει να ενισχύσει την παραγωγή εγχώριων προϊόντων, ιδιαίτερα σε τομείς όπου διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως ο αγροδιατροφικός τομέας, η φαρμακοβιομηχανία, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στις οποίες περιλαμβάνονται και τα δίκτυα και η αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας. 

Η μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο πρέπει να συνοδεύεται από μεταρρυθμίσεις που θα μειώσουν τα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα, θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, θα δημιουργήσουν ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον, θα αυξήσουν το δυνητικό προϊόν. 

Καταλύτης όμως για την μετάβαση στο νέο αναπτυξιακό πρότυπο είναι οι επενδύσεις. Η στρατηγική για την ανάπτυξη πρέπει να στηριχθεί στην προσέλκυση επενδύσεων, τόσο εγχώριων όσο και ξένων, που θα επιτρέψουν τη δημιουργία μιας ισχυρής βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης. Οι επενδύσεις αυτές θα πρέπει να έχουν στόχο όχι μόνο την αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά και τη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές, δημιουργώντας έναν πιο αυτάρκη και ανθεκτικό παραγωγικό ιστό.

H στρατηγική γεωπολιτική θέση της χώρας, η σταθερότητα του πολιτικού περιβάλλοντος, η συνεπής οικονομική πολιτική και η δημοσιονομική πειθαρχία προσφέρουν μια θετική βάση για την προσέλκυση νέων επενδύσεων. Ταυτόχρονα, η ελληνική οικονομία επιδεικνύει ιδιαίτερη ανθεκτικότητα απέναντι σε διαδοχικές εξωτερικές διαταραχές, σημειώνοντας μεταπανδημικά ισχυρούς ρυθμούς μεγέθυνσης, σημαντικά υψηλότερους από το μέσο όρο της Ευρωζώνης.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αναμένεται να παραμείνει διπλάσιος της Ευρωζώνης την επόμενη τριετία, επιτρέποντας τη συνέχιση της διαδικασίας σύγκλισης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης. Πλέον της ιδιωτικής κατανάλωσης, βασική συνιστώσα της οικονομικής μεγέθυνσης προβλέπεται να είναι και οι επενδύσεις, κυρίως χάρη στη συμβολή του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). 

Όπως προαναφέρθηκε, οι επενδύσεις σε ανθρώπινο και φυσικό κεφάλαιο έχουν καθοριστική σημασία για την ανταγωνιστικότητα, τη συνολική παραγωγικότητα αλλά και τη διατηρήσιμη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας, ιδίως αν λάβουμε υπόψη τον ανασταλτικό ρόλο διαρθρωτικών αδυναμιών, όπως η γήρανση του πληθυσμού, το χαμηλό ποσοστό γεννήσεων και η περιορισμένη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό.

Ωστόσο, η Ελλάδα καλείται να καλύψει το επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους σε μια περίοδο υψηλής αβεβαιότητας. Ειδικότερα, ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ, ο οποίος κυμαινόταν γύρω στο 24% πριν το 2008, κοντά στο μέσο όρο της Ευρωζώνης, κατέρρευσε κατά τη διάρκεια της κρίσης και διαμορφώθηκε περίπου στο 12% κατά μέσο όρο τη δεκαετία που ακολούθησε, ενώ παραμένει χαμηλότερος σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, 15,3% το 2024 έναντι 21,1%, δηλαδή έξι ποσοστιαίες μονάδες περίπου. 

«Κατά την άποψή μου, οι προοπτικές γι’ αυτό, δηλαδή για να κλείσει αυτό το κενό των έξι ποσοστιαίων μονάδων από την Ευρωζώνη, είναι θετικές», σημείωσε, μεταξύ άλλων.