Τις προκλήσεις του ελληνικού τραπεζικού τομέα καθώς και τα διδάγματα της χρηματοπιστωτικής κρίσης ανέλυσε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας σε εκδήλωση του International Center for Monetary and Banking Studies (ICMB) στη Γενεύη.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση υπήρξε η σοβαρότερη των τελευταίων 75 ετών, ωστόσο παρατήρησε ότι από αυτή τη δύσκολη περίοδο τα διδάγματα ήταν σημαντικά.
Συγκεκριμένα:
Πρώτον, ένα πολύτιμο δίδαγμα είναι ότι, ενώ τα πράγματα μπορεί να πηγαίνουν καλά αν αφεθούν στο αόρατο χέρι, σε περιόδους εντάσεων αυτό το χέρι φαίνεται να χάνει τη δύναμή του.
Δεύτερον, oi κεντρικοί τραπεζίτες κατανοούν πλέον πολύ καλύτερα πώς λειτουργεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα και πώς μπορούν να αναπτυχθούν κίνδυνοι για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Τρίτον, έχουν γίνει τολμηρά βήματα για την ισχυροποίηση της ζώνης του ευρώ.
Τέταρτον, πολλές προκλήσεις παραμένουν και χρειάζεται να γίνουν ακόμη πολλά.
Πέμπτον, ένα σημαντικό δίδαγμα είναι ότι πρέπει να θωρακιστεί η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, τόσο απέναντι σε πολιτικές παρεμβάσεις όσο και απέναντι σε επιχειρηματικά συμφέροντα, τα οποία μερικές φορές επιχειρούν να ασκήσουν επιρροή στις εποπτικές και άλλες αρμοδιότητες των κεντρικών τραπεζών.
Η περίπτωση της Ελλάδας
Σε αντίθεση με άλλες χώρες που βίωσαν κρίση, ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε στην Ελλάδα η κρίση δεν ξεκίνησε από τον τραπεζικό τομέα. Τα γενεσιουργά αίτια της ελληνικής κρίσης εντοπίζονται στις σοβαρές μακροοικονομικές ανισορροπίες οι οποίες συσσωρεύονταν επί πολύ καιρό και οδήγησαν στην κρίση δημόσιου χρέους που εκδηλώθηκε το 2010.
Σημείωσε πως σε ένα δυσμενές οικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον παγκοσμίως, το Ελληνικό Δημόσιο έχασε την εμπιστοσύνη των αγορών και την πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων λόγω της επιδείνωσης των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας, σε συνδυασμό με την αυξημένη αβεβαιότητα των επενδυτών.
«Η πρωτοφανής δημοσιονομική προσαρμογή που ακολούθησε επέτεινε την ένταση των αρχικών κλονισμών της οικονομίας, με αποτέλεσμα το πραγματικό ΑΕΠ να υποστεί σωρευτική μείωση κατά 25% και πλέον, η ανεργία να εκτιναχθεί σε επίπεδα ιστορικώς υψηλά για τη μεταπολεμική περίοδο και το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα να υποχωρήσει σημαντικά. Εν ολίγοις, θα μπορούσε κανείς να πει ότι σε εθνικό επίπεδο η ελληνική κρίση υπήρξε σφοδρότερη από ό,τι η κρίση του 1929» δήλωσε.
Ο κ. Στουρνάρας κατέγραψε μεταξύ άλλων τις κινήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος ώστε να διαφυλάξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα:
- Ενίσχυση του εποπτικού πλαισίου της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ). Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM), εξέδωσε εποπτικές οδηγίες για την εσωτερική διαχείριση των ΜΕΑ και συμφώνησε με τις τράπεζες επιχειρησιακούς στόχους για την περίοδο Ιουνίου 2017-Δεκεμβρίου 2019, που οδηγούν σε μείωση των ΜΕΑ κατά 37%. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρακολουθεί την πρόοδο ως προς την επίτευξη των στόχων για τα ΜΕΑ και τους σχετικούς βασικούς δείκτες επιδόσεων μέσω ενός ενισχυμένου πλαισίου υποβολής εποπτικών αναφορών. Το σχετικό πλαίσιο έχει αναθεωρηθεί ώστε να καλύπτει την περίοδο μέχρι το τέλος του 2021 και να εναρμονιστεί πλήρως με τις οδηγίες του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού σχετικά με τα ΜΕΑ.
- Άρση των νομικών, δικαστικών και διοικητικών εμποδίων στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Μεταξύ άλλων, υπήρξε βελτίωση του πλαισίου αφερεγγυότητας των νοικοκυριών, απλούστευση και επιτάχυνση των νομικών διαδικασιών, ενίσχυση των δικαιωμάτων εκείνων των πιστωτών οι οποίοι κατέχουν εξασφαλίσεις και θεσπίστηκε η νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και του δημόσιου τομέα που συμμετέχουν στην αναδιάρθρωση χρεών επιχειρήσεων, θεσπίστηκε ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων και διαγραφών και τέθηκαν σε λειτουργία η πλατφόρμα για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και η πλατφόρμα διενέργειας ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
- Δημιουργία δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση και απόκτηση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε 14 μη τραπεζικές εταιρίες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων, και έχουν αρχίσει να γίνονται μεταβιβάσεις χαρτοφυλακίων προς αυτές από τράπεζες ή εταιρίες απόκτησης μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επίσης, απελευθερώθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι πωλήσεις δανείων και έχουν πωληθεί σε τρίτους επενδυτές μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ονομαστικής αξίας 12 δισεκ. ευρώ. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδα παρουσίασε τις προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπος ο ελληνικός τραπεζικός τομέας: - Μείωση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
- Αποκατάσταση του διαμεσολαβητικού ρόλου των τραπεζών.
- Διαμόρφωση ενός βιώσιμου μοντέλου λειτουργίας.Καταλήγοντας ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε ότι ότι έχουμε σημειώσει μεγάλη πρόοδο στην αντιμετώπιση πολλών προκλήσεων. Υποστήριξε ότι ο απώτερος στόχος της αντιμετώπισης αυτών των προκλήσεων είναι η δημιουργία μιας ανταγωνιστικής οικονομίας, ελκυστικής για ξένες άμεσες επενδύσεις, με κατά κεφαλήν εισόδημα που θα συγκλίνει σταδιακά προς αυτό των υπόλοιπων χωρών της ζώνης του ευρώ, με δημόσια οικονομικά που θα είναι βιώσιμα όχι μόνο βραχυπρόθεσμα αλλά και μεσομακροπρόθεσμα, με πλήρη πρόσβαση στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές υπό βιώσιμους όρους και με έναν τραπεζικό τομέα που θα είναι σε θέση να επιτελεί αποτελεσματικά τον κύριο ρόλο του, δηλαδή να χρηματοδοτεί την πραγματική οικονομία.
Οι προκλήσεις για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, ο ελληνικός ο ελληνικός τραπεζικός τομέας βρίσκεται αντιμέτωπος με τις εξής αλληλένδετες προκλήσεις:
- Μείωση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
-Αποκατάσταση του διαμεσολαβητικού ρόλου των τραπεζών.
- Διαμόρφωση ενός βιώσιμου μοντέλου λειτουργίας.
Η αποτελεσματική διαχείριση των ΜΕΑ έχει τεράστια σημασία για τη σταθερότητα του τραπεζικού τομέα, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Σύμφωνα με στοιχεία τέλους Ιουνίου του 2018, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έφθασε τα 88,6 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 6,1% σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2017 και 17,3% σε σχέση με το ανώτατο επίπεδο που είχε καταγραφεί το Μάρτιο του 2016. Μέχρι σήμερα, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προέρχεται κατά κύριο λόγο από διαγραφές και σε μικρότερο βαθμό από πωλήσεις δανείων. Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παραμένει επίμονα ένας από τους υψηλότερους στη ζώνη του ευρώ (47,6%). Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι τώρα, μένει να γίνουν ακόμη πολλά. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη υποβάλει αναθεωρημένους επιχειρησιακούς στόχους για τα ΜΕΑ, οι οποίοι καλύπτουν το διάστημα μέχρι το 2021.
Κατά την προσεχή περίοδο, αυξημένη συμβολή στη μείωση των ΜΕΑ αναμένεται να έχουν οι πωλήσεις δανείων, οι εισπράξεις δανείων, η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και οι επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων, ούτως ώστε το ποσοστό των ΜΕΑ στο σύνολο των ανοιγμάτων να υποχωρήσει σε περίπου 20% ή χαμηλότερα.
Καταλήγοντας ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε ότι ότι έχουμε σημειώσει μεγάλη πρόοδο στην αντιμετώπιση πολλών προκλήσεων.
«Για μας, ο απώτερος στόχος της αντιμετώπισης αυτών των προκλήσεων είναι η δημιουργία μιας ανταγωνιστικής οικονομίας, ελκυστικής για ξένες άμεσες επενδύσεις, με κατά κεφαλήν εισόδημα που θα συγκλίνει σταδιακά προς αυτό των υπόλοιπων χωρών της ζώνης του ευρώ, με δημόσια οικονομικά που θα είναι βιώσιμα όχι μόνο βραχυπρόθεσμα αλλά και μεσομακροπρόθεσμα, με πλήρη πρόσβαση στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές υπό βιώσιμους όρους και με έναν τραπεζικό τομέα που θα είναι σε θέση να επιτελεί αποτελεσματικά τον κύριο ρόλο του, δηλαδή να χρηματοδοτεί την πραγματική οικονομία» δήλωσε.