Τις προτεραιότητες της ενεργειακής πολιτικής της κυβέρνησης, με βάση το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), παρουσίασε ο υφυπουργός Ενέργειας, Γεράσιμος Θωμάς, κατά την παρέμβασή του στη Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας, Μεταφορών και Τηλεπικοινωνιών της ΕΕ στις Βρυξέλλες.
Ο κ. Θωμάς τόνισε ότι το ΕΣΕΚ θα αποτελέσει ένα βασικό εργαλείο, πάνω στο οποίο θα στηθεί η εθνική ενεργειακή πολιτική.
«Υπάρχει η πρόθεση να λάβουμε υπόψη τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά και να προσθέσουμε νέες, φιλόδοξες πολιτικές, όπως άλλωστε τονίστηκε και από τον πρωθυπουργό, στην ομιλία του στη Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή», τόνισε ο υφυπουργός Ενέργειας. Πρόσθεσε μάλιστα, ότι έχει ξεκινήσει νέα διαβούλευση σε εθνικό επίπεδο για την αναθεώρηση του ΕΣΕΚ.
«Όσον αφορά στις συστάσεις της πολιτικής, η κυβέρνηση αναθεωρεί τον στόχο για τη συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα από 31% σε 35%. Για την ενεργειακή αποδοτικότητα, θα υιοθετήσουμε έναν πιο φιλόδοξο στόχο από αυτόν που υπάρχει στο παρόν ΕΣΕΚ», συμπλήρωσε.
Αναφερόμενος, επίσης, στη σταδιακή αποσύνδεση της ΔΕΗ από το λιγνίτη, σημείωσε ότι στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής θα υπάρξει «ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για την επιτάχυνση της μείωσης του μεριδίου του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή μέσα στην επόμενη δεκαετία». Όπως είπε, αυτό αφορά πάνω από 4.000 άμεσα εργαζομένους και πολλαπλούς εξαρτώμενους και σημείωσε ότι «η κυβέρνηση ετοιμάζει ένα νέο, συνολικό πλάνο δράσης για αυτό το θέμα και είναι σημαντικό στην προσπάθεια αυτή να έχουμε τη συνεργασία των ευρωπαϊκών αρχών».
«Για την επίτευξη αυτών των φιλόδοξων στόχων, είναι επίσης σημαντικό να υπάρχει η απαραίτητη συμβολή με ευρωπαϊκούς πόρους, όπως το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης και άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία», επισήμανε.
Ο κ. Θωμάς ανέφερε επίσης ότι η Ελλάδα έχει ήδη χαράξει μια σειρά μέτρων για την υλοποίηση του ΕΣΕΚ, μεταξύ των οποίων είναι η αντιμετώπιση των εμποδίων αδειοδότησης για την επιτάχυνση της εγκατάστασης μονάδων ΑΠΕ, η παροχή κινήτρων για παρεμβάσεις βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης στα ιδιωτικά κτίρια μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων σε συνεργασία με τις τράπεζες, η εκπόνηση νομικού πλαισίου για την προώθηση της ηλεκτροκίνησης και η ψηφιοποίηση του ενεργειακού συστήματος σε συνεργασία με την μερική ιδιωτικοποίηση του ΔΕΔΔΗΕ.
O υφυπουργός Ενέργειας, στάθηκε ιδιαίτερα στον ρόλο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, για τον οποίο βλέπει τρεις άξονες: Την παρακολούθηση των πολιτικών που ακολουθούνται από τα κράτη-μέλη με έμφαση στη διαφάνεια, την ενδυνάμωση της περιφερειακής συνεργασίας και την ενίσχυση των χρηματοδοτικών μηχανισμών, συμπεριλαμβανομένου του κατάλληλου πλαισίου των κρατικών ενισχύσεων ώστε να διευκολυνθεί η ενεργειακή μετάβαση.
Στη συζήτηση που ακολούθησε για τον ενεργειακό τομέα μετά το 2030 και το μακρόπνοο όραμα για μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, ο υφυπουργός Ενέργειας τόνισε ότι η Ελλάδα -όπως και οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ- οφείλουν να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειές τους για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής οικονομίας χαμηλού ή και σχεδόν μηδενικού άνθρακα.
«Οι όποιες νέες τεχνολογικές λύσεις μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση, υπό την προϋπόθεση ότι θα συμβάλουν στην πραγμάτωση και άλλων στόχων πέρα των στενά κλιματικών, όπως η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε όλα τα κράτη-μέλη. Για αυτόν το λόγο, η μακροπρόθεσμη στρατηγική για το κλίμα θα πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μια συνεκτική βιομηχανική στρατηγική της ΕΕ», ανέφερε, τονίζοντας ότι «οι πολιτικές ενέργειας και κλίματος θα πρέπει να αποτελέσουν μια ευκαιρία περαιτέρω ανάπτυξης της οικονομίας, της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης και όχι τροχοπέδη αυτών» και ότι για «μια δίκαιη μετάβαση θα απαιτηθούν στοχευμένες πρωτοβουλίες και η δέσμευση και διάθεση σημαντικών εθνικών και ευρωπαϊκών πόρων».