Του Γιώργου Φιντικάκη
Την αγωνία της κυβέρνησης που δεν μπορεί να αντέξει πολιτικά ένα ναυάγιο στο διαγωνισμό πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, καθώς αυτό θα επανέφερε σενάρια πώλησης των «πολύτιμων» υδροηλεκτρικών της επιχείρησης, μαρτυρούν οι συνεχείς προσπάθειες να τις καταστήσει ελκυστικές.
Τελευταίο επεισόδιο σε αυτό το σίριαλ, αποτελεί η ψήφιση χθες της τροπολογίας στη Βουλή, που προκειμένου να μειώσει την υψηλή μισθολογική δαπάνη των μονάδων, επιτρέπει σε όσους το επιθυμούν από τους 1.500 εργαζόμενους σε Μεγαλόπολη και Μελίτη, να μετακινηθούν πίσω στη ΔΕΗ ή τον ΔΕΔΔΗΕ.
Αν και η ρύθμιση δεν προβλέπει κάποιο «ταβάνι», καθώς αυτό θα το ορίσουν τα διοικητικά συμβούλια των δύο εταιρειών, ανάλογα με τις υπηρεσιακές τους ανάγκες, εντούτοις κάποιες πρώτες πληροφορίες μιλούν για ένα αριθμό τουλάχιστον 300-400 ατόμων. Εδώ και καιρό εξάλλου είχαν διαρρεύσει πληροφορίες πως ορισμένοι από τους υποψήφιους αγοραστές εκτιμούσαν ειδικά για τη Μεγαλόπολη ότι μέρος από το προσωπικό των 1.200 εργαζομένων είναι πλεονάζον.
Στην πραγματικότητα, αυτό που επιδιώκει η κυβέρνηση, τόσο με τη συγκεκριμένη κίνηση, όσο και με άλλες, είναι να στείλει το μήνυμα στους δύσπιστους υποψήφιους επενδυτές ότι αν μη τι άλλο, «ισοφαρίζει» τις ζημιές των προς πώληση μονάδων.
Διότι όπως είχαν διαπιστώσει οι ενδιαφερόμενοι, ελέγχοντας τα οικονομικά στοιχεία της Μεγαλόπολης και της Μελίτης, οι τελευταίες είχαν καταγράψει ζημίες ύψους 30 εκατ. ευρώ συνολικά το α'' εξάμηνο του 2018 που σημαίνει ότι λειτουργούν με ζημίες τουλάχιστον 60 εκατ. ευρώ τον χρόνο, αφού το λειτουργικό τους κόστος επιβαρύνεται από εκείνο των CO2 που βαίνει αυξανόμενο.
Οι «προίκες»
Στον καλλωπισμό και «μηδενισμό» επομένως των ζημιών των παραπάνω μονάδων, αποσκοπούν μια σειρά κινήσεων της κυβέρνησης. Τόσο η ελάφρυνση του εργασιακού τους κόστους, όσο επίσης η κατάργηση του λιγνιτικού τέλους. Το βασικότερο ωστόσο κίνητρο θα είναι η έγκριση από τις Βρυξέλλες του ελληνικού αιτήματος να χορηγηθεί και στις λιγνιτικές μονάδες η δυνατότητα αποζημίωσης για την επάρκεια ισχύος που παρέχουν στο σύστημα, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα με εκείνες του φυσικού αερίου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, σε προχθεσινή συνάντηση που έγινε στις Βρυξέλλες, με αυτό ακριβώς το αντικείμενο, λέγεται ότι η συζήτηση είχε μάλλον θετική κατάληξη. Στόχος είναι οι υφιστάμενες λιγνιτικές μονάδες, συνεπώς και οι προς πώληση Μεγαλόπολη και Μελίτη, να αποζημιώνονται μέσω των λεγόμενων αποδεικτικών διαθεσιμότητας ισχύος, μέχρι και το 2025 οπότε και θα «βγουν» εκτός των σχετικών μηχανισμών. Αναμφίβολα, εφόσον η Κομισιόν δώσει το πράσινο φως, τότε οι πιθανοί νέοι ιδιοκτήτες των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, θα διασφαλίσουν μια σημαντική «προίκα». Αλλά η έγκριση θα αργήσει, και τοποθετείται το νωρίτερο μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2019
Το αν όλα τα παραπάνω θα πείσουν τους υποψήφιους μνηστήρες, όχι μόνο να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό, αλλά και να καταθέσουν «αξιοπρεπή» τιμήματα, θα φανεί στις 7 Ιανουαρίου. Τότε έχει οριστεί, έπειτα από πολλές παρατάσεις, η ημερομηνία υποβολής δεσμευτικών προσφορών. Στις πρώτες τους πάντως αντιδράσεις χθες, πηγές τόσο της τσεχικής Seven Energy που κατεβαίνει μαζί με την ΤΕΡΝΑ, όσο και της κινεζικής CHN Energy που διεκδικεί τις μονάδες από κοινού με τον όμιλο Κοπελούζου, διατηρούσαν τις επιφυλάξεις τους ως προς τη βιωσιμότητα του όλου εγχειρήματος, παρά την επιχειρούμενη ελάφρυνση του μισθολογικού κόστους.
Εννοείται ότι το τάιμινγκ της χθεσινής ψήφισης της τροπολογίας στη Βουλή για την ελάφρυνση της μισθολογικής δαπάνης των προς πώληση μονάδων, μόνο τυχαίο δεν ήταν. Σήμερα ο διαγωνισμός μπαίνει από στην τελική του φάση, καθώς εντός της ημέρας το Δ.Σ. της ΔΕΗ καλείται να εγκρίνει τη σύμβαση αγοραπωλησίας μετοχών (SPA).
Είχε προηγηθεί αναβολή της σχετικής συνεδρίασης πριν από μερικές εβδομάδες, έπειτα από απόρριψη εκ μέρους της Κομισιόν του περίφημου μηχανισμού επιμερισμού ρίσκου. Της πρότασης δηλαδή της ελληνικής πλευράς, που είχε φτάσει να εισηγηθεί ακόμη και να συμμετάσχει η ΔΕΗ για μια εξαετία, με ποσοστό 50%-50% στα κέρδη αλλά και τις ζημιές των μονάδων που θα πουλήσει. Κι αυτό, προκειμένου να πεισθούν οι επενδυτές να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό και να καταβάλλουν ένα «σοβαρό» τίμημα.
Αυτός ο μηχανισμός επιμερισμού ρίσκου είχε κριθεί ασύμβατος με τις δεσμεύσεις της χώρας για αποχώρηση της παρουσίας της επιχείρησης από το 40% της αγοράς λιγνίτη, αφού σε μια τέτοια περίπτωση η ΔΕΗ θα συνέχιζε να συμμετέχει, έστω και με μικρά ποσοστά, στις μονάδες που θα πουλούσε.