Χθες ανακοινώθηκαν από την Eurostat τα προκαταρκτικά στοιχεία για το ΑΕΠ του δεύτερου τριμήνου. Ως γενική ανακοίνωση θα μπορούσε κανείς να τα χαρακτηρίσει μάλλον «ουδέτερα». Παρά ταύτα, με μια δεύτερη ματιά οι προβληματισμοί ήταν πολλοί.
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις το προσαρμοσμένο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,3% στη ζώνη του ευρώ και παρέμεινε σταθερό στην ΕΕ, σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο. (σ.σ: Υπενθυμίζουμε ότι το πρώτο τρίμηνο του 2023, το ΑΕΠ είχε παραμείνει σταθερό στη ζώνη του ευρώ και είχε αυξηθεί κατά 0,2% στην Ε.Ε).
Σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, το εποχικά προσαρμοσμένο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,6% στη ζώνη του ευρώ και κατά 0,5% στην ΕΕ το δεύτερο τρίμηνο του 2023, μετά από αύξηση 1,1% και στις δύο ζώνες το προηγούμενο τρίμηνο.
Μια πρώτη παρατήρηση είναι η απόκλιση από τα νούμερα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Βλέπετε, κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2023, το ΑΕΠ στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 0,6% σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο (μετά από αύξηση 0,5% το πρώτο τρίμηνο του 2023). Σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο όμως του προηγούμενου έτους, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,6% μετά από +1,8% το προηγούμενο τρίμηνο.
Μια δεύτερη παρατήρηση είναι η ισχυρή διαφοροποίηση στις επιδόσεις μεταξύ των χωρών του ευρώ.
H Ιρλανδία με 2,8%, η Βουλγαρία με 2,7% και η Πορτογαλία και η Κύπρος με 2,3% ήταν από τις χώρες με τις υψηλότερες επιδόσεις του ΑΕΠ σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό τρίμηνο. Οι πρωταγωνίστριες με αρνητική επίδοση ήταν η Σουηδία, η Ουγγαρία, η Εσθονία και η Πολωνία, ενώ αν παρατηρήσει κανείς τον παρακάτω πίνακα από την Eurostat, η πρώτη οικονομία της Ευρωζώνης, η Γερμανία, σημείωσε αρνητική επίδοση της τάξης του 0,1%.
Τι συμβαίνει με τον βιομηχανικό γίγαντα της Ευρώπης
Αν περιηγηθεί κανείς στα ξένα ειδησιογραφικά πρακτορεία όπως για παράδειγμα στο Reuters, στο CNBC κ.ο.κ, συνειδητοποιεί ότι η Γερμανία εδώ και δύο μήνες είναι στο επίκεντρο, με τα περισσότερα άρθρα να αναφέρονται στις ανησυχίες που προκαλεί η επιβράδυνση του βιομηχανικού γίγαντα της Ευρώπης, ενώ ο χαρακτηρισμός «ο ασθενής της Ευρώπης», με τον οποίο περιέγραψε το βρετανικό περιοδικό Economist τη Γερμανία συνεχίζει να κάνει τον γύρο του κόσμου.
Η επιβράδυνση αυτή όμως αν συνεχιστεί, απειλεί να συμπαρασύρει ολόκληρη την Ευρωζώνη σε υφεσιακούς τόνους, δεδομένης της βαρύτητας της γερμανικής οικονομίας για τη Γηραιά Ήπειρο.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι το πρώτο που χτύπησε το καμπανάκι του κινδύνου, προβλέποντας ότι η οικονομία της Γερμανίας θα συρρικνωθεί κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες φέτος πέφτοντας σε ύφεση.
Εάν επιβεβαιωθεί αυτή η εκτίμηση, η Γερμανία θα είναι η μόνη μεγάλη οικονομία σε ύφεση, την ώρα που άλλες χώρες θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται.
Αλλά και η στατιστική υπηρεσία της Γερμανίας προειδοποίησε ήδη από την άνοιξη ότι η χώρα εισέρχεται σε ύφεση και ότι μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας έχουν αρχίσει να εγκαταλείπουν τη Γερμανία.
Οι πρόσφατες μακροοικονομικές ανακοινώσεις φαίνεται να επιβεβαιώνουν τα δυσοίωνα σενάρια για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, καθώς κατέδειξαν ότι η βιομηχανική παραγωγή, η οποία αποτελεί το κατατεθέν αποτύπωμα της χώρας, συνεχίζει να μειώνεται και ειδικά ο κλάδος της αυτοκινητοβιομηχανίας, ο οποίος δέχεται ολοένα και μεγαλύτερο ανταγωνισμό από την Κίνα.
Σύμφωνα με τα επίσημα γερμανικά στοιχεία, περίπου 2,2 εκατομμύρια αυτοκίνητα βγήκαν από τις γραμμές παραγωγής το πρώτο εξάμηνο του έτους. Αν και πρόκειται για μια σημαντική αύξηση σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2022, εντούτοις η παραγωγή εξακολουθεί να είναι κατά 10% χαμηλότερη σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2019.
Την ίδια στιγμή, οι εμπορικές συναλλαγές της Γερμανίας με τον ισχυρό της εμπορικό εταίρο, την Κίνα, μειώνονται συνεχώς. Τα προβλήματα όμως δεν σταματούν εδώ.
Η πράσινη μετάβαση και η απεξάρτηση της από τις ρωσικές προμήθειες έχουν εκτινάξει τις δαπάνες του προϋπολογισμού, απαιτώντας μεγαλύτερα ελλείμματα και δανεισμό. Πρόκειται όμως για απαιτήσεις που ξεπερνούν κατά πολύ τη γερμανική αίσθηση όσον αφορά τι σημαίνει «νοικοκυρεμένος ισολογισμός», με τις όποιες πολιτικές τριβές που αυτό συνεπάγεται.
Η αντικατάσταση του ρωσικού ενεργειακού ανεφοδιασμού συνέπεσε με την απόφαση για το κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών παραγωγής ενέργειας. Η απόφαση αυτή, εκ των υστέρων βέβαια, μόνο καταστροφική μπορεί να χαρακτηριστεί για τη δεδομένη στιγμή της οικονομικής ιστορίας της Γερμανίας.
Ταυτόχρονα οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο κλάδος των υπεράκτιων αιολικών πάρκων απειλούν να δυναμιτίσουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση.
Πρόσφατα μάλιστα ο επικεφαλής της γερμανικής RWE, Μάρκους Κρέμπερ προέβει στην προειδοποίηση ότι τις τελευταίες εβδομάδες, η αύξηση του κόστους είχε ως συνέπεια να σταματήσουν διάφορα υπό ανάπτυξη έργα στη Βρετανία και στις ΗΠΑ, παρότι η ζήτηση για Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας βρίσκεται στα ύψη.
Σύμφωνα με τον Κρέμπερ, πρόκειται για μια φάση πρόκληση όχι μόνο για τη RWE, αλλά και για την ίδια τη γερμανική οικονομία, καθώς ο πληθωρισμός και η πίεση που υπάρχει στις εφοδιαστικές αλυσίδες οδηγούν σε σημαντική άνοδο των τιμών για τις υπεράκτιες ανεμογεννήτριες.
Όπως χαρακτηριστικά τόνισε:«Έχουμε να κάνουμε με το χειρότερο σενάριο για την ενεργειακή μετάβαση εάν μεγάλα έργα που έχουν ήδη αδειοδοτηθεί δεν υλοποιηθούν σύμφωνα με το πρόγραμμα, εξέλιξη που θα θέσει γρήγορα υπό αμφισβήτηση την επίτευξη των στόχων για την προστασία του κλίματος…Ωστόσο, η γερμανική εταιρεία ενέργειας RWE θα υλοποιήσει τα δικά της υπεράκτια αιολικά έργα σύμφωνα με το πρόγραμμα».
Δεν υποφέρουν όμως μόνο οι επιχειρήσεις από την αύξηση κόστους, αλλά και τα νοικοκυριά. Η περιοριστική δε νομισματική πολιτική από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει ανοίξει νέους πονοκεφάλους, με το κόστος στέγασης, είτε αφορά την αγορά, είτε την ενοικίαση, να έχει φτάσει στα ύψη, με τις τιμές σε πολλές μεγάλες πόλεις να βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά.
Η όλη κατάσταση αποκαλύπτεται σε πολλά πρωτοσέλιδα των τελευταίων μηνών του γερμανικού Τύπου όπως «Ο εισαγόμενος και μη πληθωρισμός σκοτώνει», «Ορατός ο κίνδυνος νέας ύφεσης φέτος» κ.ο.κ.
Την ίδια στιγμή η μεγάλη έλλειψη εργατικού δυναμικού στη Γερμανία μαυρίζει περαιτέρω την εικόνα, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων να καλείται να ξεπεράσει άμεσα τις διαφορές της προκειμένου να διαχειριστεί ένα πραγματικά εκρηκτικό περιβάλλον.
Οι αποκαλύψεις δια στόματος Χάμπεκ
Ενδεικτική ήταν η προειδοποίηση του Υπουργού Οικονομικών Υποθέσεων και Προστασίας του Κλίματος, Ρόμπερτ Χάμπεκ, σύμφωνα με την οποία ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ανάγκη για πράσινη μετάβαση στη βιομηχανία και την κοινωνία φέρνουν τη χώρα μπροστά σε πέντε δύσκολα χρόνια, κατά τα οποία οι πολίτες θα επιβαρυνθούν σημαντικά.
Ο Χάμπεκ προέτρεψε μεταξύ άλλων την κυβέρνησή να εγκρίνει νέες επιδοτήσεις για τη διαφύλαξη της βιομηχανικής βάσης της χώρας, κάτι που προφανώς και τον φέρνει σε αντιπαράθεση με τον δεύτερο κυβερνητικό εταίρο, τους Φιλελεύθερους.
Ο Χάμπεκ υποστηρίζει ότι οι υψηλές τιμές της ενέργειας, τις οποίες η Γερμανία ένιωσε πιο έντονα από άλλες χώρες επειδή μέχρι πριν από ενάμισι χρόνο βασιζόταν στο φθηνό ρωσικό αέριο, είναι ο κύριος υπαίτιος της κάμψης του ΑΕΠ της χώρας.
Δεν είναι όμως ο μόνος. Τα υψηλά επιτόκια επιβραδύνουν επίσης τις επενδύσεις και το παγκόσμιο εμπόριο, κάτι που επηρεάζει ιδιαίτερα μια χώρα όπως η Γερμανία που εξαρτάται από τις εξαγωγές.
Την ίδια στιγμή εκφράζονται φόβοι από αρκετούς Γερμανούς οικονομολόγους όπως για παράδειγμα από τον Ραλφ Ζολβέεν της Commerzbank, ότι η βιομηχανική παραγωγή κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2023 θα σταματήσει να υποστηρίζεται από τις όποιες παραγγελίες που έχουν απομείνει από την πανδημία του κορονοϊού.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι στο δεύτερο εξάμηνο του έτους υπάρχει ο κίνδυνος σημαντικής περαιτέρω πτώσης των βιομηχανικών παραγγελιών.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.