Ο κύβος ερρίφθη. Η Γερμανία θα οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου, μετά τη διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού και το μεγάλο στοίχημα είναι η συγκρότηση μίας κυβέρνησης που θα πετύχει το… ακατόρθωτο. Αφενός να σηκώσει από το κρεβάτι τον «μεγάλο ασθενή της Ευρώπης», όπως θεωρείται η γερμανική οικονομία, τα τελευταία χρόνια και αφετέρου να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την απειλή των δασμών.
Για να τα πετύχει όλα αυτά, ο νέος Γερμανός καγκελάριος θα πρέπει να καταφέρει όσα δεν κατάφερε σε τρία χρόνια η συγκυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών, των Φιλελεύθερων και των Πρασίνων και ταυτόχρονα να πείσει τον Ντόναλντ Τραμπ να μην διαταράξει πλήρως τις ισορροπίες στο παγκόσμιο εμπόριο.
Η αποστολή του θα είναι εξαιρετικά δύσκολη και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η Γερμανία κινδυνεύει με μία χαμένη δεκαετία, ειδικά στην περίπτωση που ενισχυθεί σημαντικά ο προστατευτισμός και σημειωθούν ανατροπές διεθνώς. Δεν είναι, επίσης, υπερβολή, να προβλέψει κάποιος ότι η γερμανική οικονομία απειλείται με πολυετή ύφεση. Πρόσφατα, η απερχόμενη κυβέρνηση υποβάθμισε τις προβλέψεις, ακόμα και για το 2024, εκτιμώντας πλέον ότι το ΑΕΠ της Γερμανίας θα συρρικνωθεί για δεύτερο διαδοχικό έτος, κατά 0,2%, σε αντίθεση με την αμέσως προηγούμενη πρόβλεψη, που έκανε λόγο για έστω αναιμική, αλλά ανάπτυξη, της τάξης του 0,3%.
Η γερμανική οικονομία δεν έχει καταφέρει να ανακτήσει τις δυνάμεις της από την κρίση της πανδημίας και υστερεί σημαντικά σε ανάπτυξη, τόσο έναντι των Ευρωπαίων εταίρων της, όσο και σε σύγκριση με τις πλουσιότερες οικονομίες του κόσμου, στο κλαμπ των οποίων ανήκει. Η διετής ύφεση ενδέχεται να αποτελεί απλώς την πρώτη φάση μίας παρατεταμένης περιόδου οικονομικών προβλημάτων για τη Γερμανία, καθώς οι δασμοί που έχει υποσχεθεί να επιβάλλει ο Τραμπ, αναμένεται να επιφέρουν τεράστιο πλήγμα στη γερμανική βιομηχανία.
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε για τον δείκτη ZEW, την περασμένη εβδομάδα και μετά το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών, το 76% των περίπου 350 οικονομολόγων, αναλυτών και παραγόντων της αγοράς, που συμμετείχαν, εκτιμά ότι οι συνθήκες για τις αυτοκινητοβιομηχανίες της Γερμανίας θα επιδεινωθούν στους επόμενους έξι μήνες. Η Volkswagen έχει ήδη ανακοινώσει ότι εξετάζει το κλείσιμο εργοστασίου στη Γερμανία, για πρώτη φορά στην ιστορία της (ήδη σχεδιάζει να βάλει λουκέτο στο εργοστάσιο των Βρυξελλών), ενώ η Intel ανέβαλε το project κατασκευής εργοστασίου στη χώρα, μία επένδυση ύψους 30 δισ. ευρώ.
Σαν να μην έφταναν αυτά, η νέα γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να διαχειριστεί και τα πολύ στενά δημοσιονομικά περιθώρια. Το debate για τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες συνεχίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η Γερμανία διατηρεί το «φρένο χρέους» που δεν επιτρέπει στο ομοσπονδιακό έλλειμμα να ξεπερνά το 0,35% του ΑΕΠ, εκτός από έκτακτες περιπτώσεις, όπως η πανδημία. Ο περίφημος κανόνας έχει θωρακίσει τη γερμανική οικονομία στο παρελθόν, αλλά στην παρούσα συγκυρία, της αφαιρεί την ικανότητα να τονώσει την ανάπτυξη με τις απαιτούμενες κρατικές δαπάνες.
Την ίδια ώρα, δεν είναι τυχαία η δήλωση του υπουργού Οικονομικών Υποθέσεων και Προστασίας του Κλίματος και νυν υποψηφίου καγκελάριου με τους Πράσινους. Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Χάμπεκ, το γεγονός ότι καθυστερεί η ανάκαμψη της Γερμανίας, δεν οφείλεται σε κυκλικούς παράγοντες που έχουν επιδεινωθεί, αλλά σε διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Γερμανία. Αν σε αυτά προστεθούν και έκτακτα προβλήματα που θα περιορίσουν τις εξαγωγές, τότε τα πράγματα θα γίνουν ακόμα πιο δύσκολα για το Βερολίνο.
Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι οι οιωνοί δεν είναι καλοί για τη Γερμανία. Το think tank Bruegel κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, εκτιμώντας ότι οι δασμοί του Τραμπ αποτελούν μεγάλη απειλή για βασισμένες στις εξαγωγές οικονομίες, όπως η Γερμανία. Το γερμανικό ινστιτούτο Ifo, από την πλευρά του, ποσοτικοποιεί την απειλή, υπολογίζοντας την «τρύπα» για τη Γερμανία στα 127 δισ. ευρώ, αν επιβληθούν δασμοί 10% και στα 180 δισ. ευρώ, αν επιβληθούν δασμοί 20%, σε διάστημα τεσσάρων ετών.
Ο δείκτης οικονομικού κλίματος ZEW για την Ευρωζώνη διαμορφώθηκε στο 12,5 το μήνα Νοέμβριο, υποχωρώντας κατά 7,6 μονάδες από τον Οκτώβριο. Για τη Γερμανία, τα στοιχεία του ZEW έδειξαν ότι ο δείκτης των προσδοκιών υποχώρησε κατά 5,7 μονάδες στο 7,4 και ο δείκτης αξιολόγησης των τρεχουσών συνθηκών υποχώρησε κατά 4,5 μονάδες στο -91,4. Η διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού ενισχύει την πολιτική και δημοσιονομική αβεβαιότητα, τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, και φυσικά εν όψει των εκλογών της 23ης Φεβρουαρίου.