Η Γερμανία, εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τις εξαγωγές για να ισορροπήσει την ανισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Διαθέτει ένα δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο του ΑΕΠ της στον μεταποιητικό τομέα, παράλληλα με δυσανάλογα χαμηλά επίπεδα εσωτερικής κατανάλωσης. Αυτό υποδηλώνει ότι η οικονομία της εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τις εξαγωγές και έχει δημιουργήσει ανισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης.
Οι χώρες που επιλέγουν ανάπτυξη μέσω των εμπορικών πλεονασμάτων των εξαγωγών, ακολουθούν τη στρατηγική μεταφοράς πλούτου προς τους παραγωγούς μέσω της χρήσης φθηνού εργατικού δυναμικού, ευνοϊκών δανειακών συνθηκών και υποτιμημένου νομίσματος παρέχοντας στις επιχειρήσεις τα αναγκαία κεφάλαια για την επέκταση της παραγωγικής τους ικανότητας. Παράλληλα, αυτή η προσέγγιση ενισχύει το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα έναντι ξένων εταιρειών που δεν διαθέτουν παρόμοιες συνθήκες.
Η επιδίωξη μέγιστης παραγωγικότητας ενώ παράλληλα περιορίζεται η καταναλωτική δαπάνη, οδηγεί στη δημιουργία ενός πλεονάσματος παραγωγής που υπερβαίνει την εγχώρια ζήτηση. Αυτό το πλεόνασμα απαιτεί εξαγωγές για να βρει αγορά. Αυτό το μοντέλο πολιτικής, που οδηγεί τα νοικοκυριά να υποστηρίζουν οικονομικά τη βιομηχανία, αναμένεται να καταλήξει σε ταχύτερη ανάπτυξη της παραγωγής σε σύγκριση με την κατανάλωση, εφόσον η αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών συνήθως απαιτεί αντίστοιχη αύξηση του εισοδήματός τους.
Αυτές οι στρατηγικές έχουν αποτελέσει βασικό πυλώνα της οικονομικής επιτυχίας της Γερμανίας, ιδιαίτερα μετά την έναρξη της ευρωζώνης το 1999. Η Γερμανία, αντιμετωπίζοντας υψηλά ποσοστά ανεργίας, επιδίωξε να προωθήσει την απασχόληση μέσω συμφωνιών που εξασφάλιζαν την αύξηση της απασχόλησης, αντί να επιδιώκουν την αύξηση των μισθών σύμφωνα με τις βελτιώσεις της παραγωγικότητας. Αυτή η προσέγγιση, που υιοθετήθηκε από τα εργατικά συνδικάτα, τις επιχειρήσεις και την κυβέρνηση, κατέστησε δυνατή τη συγκράτηση του εισοδήματος των νοικοκυριών, μειώνοντας την καταναλωτική τους δαπάνη και ενισχύοντας ταυτόχρονα τις εξαγωγές.
Η συνεχής διατήρηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε χαμηλά επίπεδα, μερικές φορές ακόμη και σε αρνητική τροχιά, αντικατόπτρισε μια σημαντική διαφορά σε σύγκριση με άλλες χώρες όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Ιταλία, όπου το κόστος αυξήθηκε σημαντικά. Αυτή η διαφορά έπαιξε ρόλο στην πρόκληση της ευρωπαϊκής κρίσης δημόσιου χρέους το 2011.
Τα τελευταία χρόνια, η έλλειψη ειδικευμένων εργαζομένων, ο πληθωρισμός και η αλλαγή στάσης των συνδικάτων μπορεί να οδηγήσουν στο τέλος της εποχής των χαμηλών και σταθερών μισθών στη Γερμανία, υποδηλώνοντας πιθανές οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές.
Οι πρόσφατες προκλήσεις στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού, εντεινόμενες από την πανδημία, και η αντιμετώπιση της κρίσης ενεργειακής προμήθειας, ειδικά μετά την διακοπή του φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου και την προοδευτική κατάργηση των πυρηνικών ενεργειακών σταθμών, έθεσαν σε σοβαρή δοκιμασία την οικονομική δυναμική της Γερμανίας. Αυτές οι εξελίξεις υπονοούν ότι η ηγετική θέση της Γερμανίας ως εξαγωγική υπερδύναμη μπορεί να βρίσκεται υπό αμφισβήτηση.
Συχνά, χώρες με εμπορικά πλεονάσματα αποδίδουν την επιτυχία τους στην οικονομική αρετή και τη σκληρή εργασία των πολιτών τους, αγνοώντας παράγοντες όπως η διεθνής συνεργασία και οι εξαγωγικές στρατηγικές.
Η οικονομική κρίση στην Ευρώπη, ειδικά κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους, επανέφερε στην επιφάνεια στερεότυπα για τους «σκληρά εργαζόμενους Γερμανούς» έναντι των «τεμπέληδων Ελλήνων», παραβλέποντας πως η συγκράτηση των μισθών στη Γερμανία συνέβαλε στην ανάπτυξη της μεταποίησης και την περιορισμένη κατανάλωση, ενισχύοντας τις εξαγωγές, ενώ ταυτόχρονα η περιφερειακή Ευρώπη αναλάμβανε το κόστος, απορροφώντας τις γερμανικές αποταμιεύσεις.
Η αντίληψη του ανώτερου εθνικού χαρακτήρα συχνά είναι παραπλανητική, όπως και η ιδέα του κατώτερου εθνικού χαρακτήρα ήταν στο παρελθόν, όταν οι χώρες βίωναν οικονομική δυσπραγία. Οι πραγματικοί διαμορφωτές της οικονομικής προοπτικής είναι οι πολιτικές και οι οικονομικές στρατηγικές που εφαρμόζονται από τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής, οι οποίες έχουν άμεσο αντίκτυπο στις εξαγωγές και τις αποταμιεύσεις, και όχι οι εθνικές πολιτιστικές ταυτότητες.
Σε έναν παγκόσμιο οικονομικό περίγυρο όπου η αύξηση της ζήτησης παραμένει υποτονική, η ζήτηση έχει μετατραπεί σε μία από τις πλέον σημαντικές οικονομικές παραμέτρους, αποκτώντας μεγαλύτερη αξία από την προσφορά. Η δυναμική αυτή σηματοδοτεί μια σημαντική μεταβολή στον τρόπο που οι οικονομίες προσεγγίζουν την ανάπτυξη και την επιχειρηματική στρατηγική, καθώς η δημιουργία και η προσέλκυση ζήτησης αποτελούν πλέον πρωταρχικό στόχο.
Αυτή η εξέλιξη επισημαίνει τη σημασία της καινοτομίας μέσα από την υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών (τεχνητή νοημοσύνη, τρισδιάστατη εκτύπωση, τεχνολογίες νέων υλικών, βιοτεχνολογία, κβαντική υπολογιστική κλπ.) και της προσαρμογής στις ανάγκες και τις προτιμήσεις των καταναλωτών ως κεντρικούς παράγοντες για την ενίσχυση της ζήτησης.
Η ζήτηση έχει καταστεί ένα πολύτιμο οικονομικό αγαθό, το οποίο μπορεί να καθορίσει την επιτυχία ή την αποτυχία στην παγκόσμια αγορά. Η ικανότητα να προσελκύεται και να διατηρείται η ζήτηση είναι πιο κρίσιμη από ποτέ, ενώ η προσφορά, αν και παραμένει σημαντική, απαιτεί συνεχή προσαρμογή για να συμβαδίζει με τις δυναμικά αλλαγμένες συνθήκες της ζήτησης.
Πολλές χώρες που κατέχουν εμπορικά πλεονάσματα δε φαίνεται να αντιλαμβάνονται τον βαθμό ευπάθειας στον οποίο ενδέχεται να εκτεθούν λόγω πιθανών εμπορικών περιορισμών από χώρες με εμπορικά ελλείμματα. Αυτή η ευπάθεια είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς η ικανότητα των χωρών με πλεονάσματα να αντιδράσουν σε τέτοιες πολιτικές μπορεί να είναι αρκετά περιορισμένη. Καθώς βρισκόμαστε στο έτος αλλαγής του παγκόσμιου μεγακύκλου της οικονομίας η ευπάθεια γίνεται ακόμα μεγαλύτερη.
Η εξάρτηση από τις εξαγωγές ως κύριο μοχλό οικονομικής ανάπτυξης μπορεί να καταστήσει αυτές τις χώρες ιδιαίτερα ευάλωτες σε διεθνείς εμπορικές διαμάχες ή σε πολιτικές που αποσκοπούν στην προστασία της εγχώριας παραγωγής ελλειμματικών χωρών. Οι περιορισμοί αυτοί μπορεί να περιλαμβάνουν δασμούς, κανονισμούς ή άλλα εμπόδια στο εμπόριο που σκοπό έχουν να μειώσουν το εμπορικό έλλειμμα των ελλειμματικών χωρών, επηρεάζοντας τις εξαγωγικές αγορές των χωρών με πλεονάσματα.
Επιπλέον, η αντιδραστικότητα των χωρών με πλεονάσματα σε τέτοιες αλλαγές μπορεί να περιορίζεται από διάφορους παράγοντες, όπως η ευελιξία της οικονομίας τους να προσανατολιστεί σε νέες αγορές ή η δυνατότητα να αυξήσουν την εσωτερική κατανάλωση ως αντιστάθμισμα για την μείωση των εξαγωγών.
Πολλές χώρες της ΕΕ, οι ΗΠΑ και άλλες χώρες, συζητούν σήμερα οικονομικές πολιτικές και πολιτικές εθνικής ασφάλειας που δε μοιάζουν με τις στρατηγικές των εξαγωγικών χώρων και της παγκοσμιοποίησης.
Φαίνεται ότι το μοντέλο της Γερμανίας, (αλλά και των άλλων εξαγωγικών χωρών) πρέπει να στραφεί σε ένα νέο οικονομικό μοντέλο, και αν δεν το κάνει, αναπτύσσεται ένα νέο σύνολο ανισορροπιών που προκαλούνται από τις υπερβολές του παλιού μοντέλου.
*Ατσαλάκης Γιώργος, Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης