Η αυριανή ημέρα έχει μια ιδιαίτερη σημασία για τους παλαιούς θαμώνες του ελληνικού Χρηματιστηρίου. Την Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου του 1999 καταγράφηκε το ιστορικό υψηλό του Γενικού Δείκτη στις 6.484,38 μονάδες, επίπεδο που αντιστοιχούσε σε μια αποτίμηση των τότε εισηγμένων κεφαλαιοποιήσεων 205 δισ. ευρώ, σχεδόν δύο φορές το τότε ελληνικό ΑΕΠ.
Στο υψηλό της ανόδου εκείνης της χρονιάς σε διάστημα εννέα μηνών ο Γενικός Δείκτης έγραφε κέρδη 137%. Όμως η άνοδος του 1999 δεν ήταν μια άνοδος δείκτη, αλλά μια άνοδος όλης της αγοράς, αφορούσε δηλαδή όλα τα είδη των εταιριών ανεξαρτήτως μεγέθους, δραστηριότητας ή ποιότητας. Πιθανόν αυτή να ήταν και η πρώτη ύβρις αυτής της περιόδου: Η άνοδος δεν άξιζε σε όλους και αυτό ήταν κάτι που αποτυπώθηκε στην πορεία με τραυματικό τρόπο. Εταιρίες με ανύπαρκτη υποδομή που έτυχε να έχουν μια θέση στο ξύλινο ταμπλό της οδού Σοφοκλέους με υπόσταση ένα κινητό τηλέφωνο και μια γραμματέα απέκτησαν κεφαλαιοποίηση δεκάδων εκατομμυρίων. Η κατάληξη γνωστή: Όταν άρχισαν τα δύσκολα και οι επενδυτές ανακάλυψαν ότι οι αγορές έχουν και «κάτω» οι εταιρίες αυτές εξαφανίστηκαν παίρνοντας μαζί τους αποταμιεύσεις ετών και το όνειρο μιας άνετης και άκοπης ζωής.
Το ανοδικό τσουνάμι εκείνης της χρονιάς κακόμαθε πολλούς από τους εισηγμένους να ζητάνε περισσότερα από όσα αξίζουν. «Αν η εταιρία του δίπλα κάνει 10χ γιατί να μην κάνει και η δική μου άλλα τόσα». Επιχειρηματικές συμφωνίες που θα μπορούσαν να είχαν σώσει εταιρίες ή να δημιουργήσουν ομίλους με πολύ πιο ελπιδοφόρο μέλλον χάλασαν από μια αδικαιολόγητη πλεονεξία.
Η κατάληξη γνωστή: Κλάδοι ολόκληροι εξαφανίστηκαν (Ιχθυοκαλλιέργειες, πληροφορική, κλπ) από την αλαζονεία των διοικήσεων να μπουν σε μια λογική μεγαλύτερων συνεργιών και μεγέθυνσης. Από κοντά και οι χρηματιστές εκείνης της εποχής πολλοί εκ των οποίων είχαν δεχθεί άκρως δελεαστικές προτάσεις για τη δημιουργία μεγαλύτερων σχημάτων φεύγοντας από τη λογική της οικογενειακής επιχείρησης.
Και οι επενδυτές ωστόσο δεν ήταν άμοιροι των ευθυνών τους. Παρά τις αβλεψίες και τις αστοχίες των τότε φορέων της αγοράς, τα επενδυτικά κριτήρια ήταν επιεικώς ανύπαρκτα και εξαντλούνταν στην έκφραση «Πάρε θα ανέβει» ή ακόμα χειρότερα στο «Πάρε θα το ανεβάσουν». Ειδικά το τρίτο πρόσωπο πληθυντικού έκανε πολύ ζημιά στην αγορά. Υπονοούσε ότι πάντα υπήρχε μια αόρατη δύναμη, ένα λόμπι το οποίο ασχολούταν καθημερινά με τις τιμές. Απέναντι σε αυτή την αόρατη δύναμη δημιουργήθηκαν άτυπες ομάδες (κόμμα χρηματιστηρίου) με στόχο μια δυναμική εκπροσώπηση σε συνελεύσεις, φόρουμ ή άλλων μορφών χρηματιστηριακές συναθροίσεις.
Η απαίδευτη χρηματιστηριακή αγορά είχε βέβαια και τα στελέχη που της αξίζουν: Από δημοσιογράφους και επιχειρηματίες μέχρι υπουργούς και τραπεζίτες, όλοι έριχναν στο τραπέζι σε μια άτυπη δημοπρασία τη δική τους εκτίμηση για τις μονάδες του Δείκτη. Η κατάληξη γνωστή: Από το 1,5 εκατομμύριο των κωδικών που δημιουργήθηκαν εκείνη την περίοδο μόλις 15 χιλιάδες κωδικοί διασώζονται με κάποιο αξιόλογο υπόλοιπο.
Ο κύκλος της ανόδου του 1999 έκλεισε με τα χαμηλά του 2015, αυτή ήταν η χαριστική βολή σε μια γενιά επενδυτών και επιχειρηματιών που δεν κατάλαβε τους λόγους για τους οποίους υπάρχουν τα χρηματιστήρια. Η κάθαρση είναι ακόμα σε εξέλιξη, το μέγεθος της υπερβολής ήταν τέτοιο που θα χρειαστεί ακόμα λίγος καιρός μέχρι να ξεχαστεί το πάρτι του 1999, μέχρι να μην υπάρχουν άρθρα σαν αυτό εδώ. Μετά θα ξεκινήσει η διαδικασία για μια ακόμα χρηματιστηριακή φούσκα. Ακόμα και αν η κατάληξη είναι γνωστή.
Οι εισηγμένες που είναι ακόμα κερδισμένες από το 1999 (εξ. Μερίσματα)
Πηγή: Beta Χρηματιστηριακή