Η απρόσμενα χαμηλή ύφεση του πρώτου τριμήνου μας δείχνει ακριβώς τη μία και μοναδική συνταγή για την ανάπτυξη: Επενδύσεις.
Το άλμα τους διέψευσε τις εκτιμήσεις για βαθιά ύφεση εξαιτίας του καθολικού lockdown. Η μείωση κατά μόλις 2,3% του ΑΕΠ οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις επενδύσεις που εν μέσω πανδημίας, αυξήθηκαν κατά 8,6% σε σχέση με τα περυσινά επίπεδα άπνοιας, δείγμα της «δίψας» και της δυναμικής που ξυπνάει στην οικονομία.
Πρόκειται για τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης επενδύσεων από το... δεύτερο τρίμηνο του 2018 μέχρι σήμερα, χωρίς μάλιστα σε αυτές να συγκαταλέγονται επενδύσεις σε μεγάλες υποδομές, ιδιωτικές και δημόσιες, σαν αυτές που δρομολογούνται.
Προς ώρας αφορούν μόνο δαπάνες από επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες για εξοπλισμό, προϊόντα τεχνολογίας, πληροφορικής, καθώς και για κατασκευές, όχι κατοικίες.
Τα στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο δείχνουν επομένως κάτι. Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, ο δρόμος για την φετινή ανάπτυξη δεν περνάει αποκλειστικά μέσα από την ανάκαμψη του τουρισμού και της κατανάλωσης, παρά θα κριθεί από τις επενδύσεις, πολύ περισσότερο ίσως απ' ότι κάποιοι φαντάζονται.
Αποδεδειγμένα, άλλος δρόμος για την ευημερία δεν υπάρχει, παρά μόνο μέσω επενδύσεων που δημιουργούν δουλειές. Ερχόμαστε επομένως στο δια ταύτα.
Γιατί να επενδύσει κάποιος σήμερα στην Ελλάδα; Τι παραπάνω έχει από την Τουρκία ή τη Μαλαισία; Στην πορεία εξόδου από την κρίση, ο παγκόσμιος ανταγωνισμός των χωρών για να προσελκύσουν επενδυτές είναι τεράστιος. Από την Ασία μέχρι την Λ. Αμερική, τα κράτη διαγκωνίζονται ποιο έχει το φιλικότερο επιχειρηματικό κλίμα, ποιο κάνει τις τολμηρότερες μεταρρυθμίσεις, ποιο δίνει τα καλύτερα φορολογικά και επενδυτικά κίνητρα.
Πρέπει να βρούμε την συνταγή γιατί ο επενδυτής από τις ΗΠΑ θα έρθει στην Ελλάδα να ανοίξει ένα εργοστάσιο, γιατί θα προτιμήσει αυτή τη γωνιά της γης και όχι κάποια άλλη. Μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν. Μια είναι η απάντηση. Μεταρρυθμιστική «επανάσταση».
Ψηφιοποίηση σε όλο το Δημόσιο, γενναιότερες αλλαγές στο εργασιακό από αυτές που προωθούνται καθώς το θεσμικό πλαίσιο ισχύει από την δεκαετία του '80, ανατροπές στο τρόπο απονομής δικαιοσύνης και ενεργοποίηση για εννιά στις δέκα περιπτώσεις εξωδικαστικών λύσεων, ταχεία εφαρμογή του νέου μοντέλου επικουρικής ασφάλισης (ο «κουμπαράς» των νέων) και πολύ τολμηρότερες παρεμβάσεις στο εκπαιδευτικό μοντέλο, που βρίθει οπισθοδρομικών χαρακτηριστικών σε όλες τις βαθμίδες, αλλά αποτελεί το νούμερο ένα πυλώνα ανάπτυξης κάθε χώρας που σέβεται τον εαυτό της.
Σίγουρα το προσεχές διάστημα το πολιτικό θερμόμετρο θα ανέβει καθώς τα παραπάνω νομοσχέδια θα φέρουν πολιτική σύγκρουση. Η συντήρηση κάθε πολιτικού χρώματος θα αντιδράσει και υποχρέωση της κυβέρνησης είναι να μην υποχωρήσει μπροστά σε πρόσκαιρο πολιτικό κόστος, αφού η κοινωνία δείχνει να έχει ωριμάσει και να αποζητά αλλαγές.
Αν επομένως το πρώτο τρίμηνο του έτους αποτελεί ένα είδος «σηματωρού» για την πορεία όλης της χρονιάς, τότε θα έλεγα ότι μας οδηγεί σε αναβάθμιση εκτιμήσεων. Εφόσον τα δεδομένα αυτά διατηρηθούν (γιατί είναι προσωρινά στοιχεία) η πορεία ανάπτυξης θα μπορούσε να προσεγγίσει ελαφρώς πάνω από το 4% (4,1%-4,2%), κάτι που θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις στην τουριστική σεζόν, δηλαδή από το 3ο τρίμηνο, αλλά και από το 4ο, (Οκτώβριος-Δεκέμβριος), όπου θα έχει πάρει μπροστά η κατανάλωση και κυρίως θα αυξάνονται οι ανακοινώσεις επενδυτικών σχεδίων στην πραγματική οικονομία.
Εφόσον, επιβεβαιωθούν τα παραπάνω, ένα τέτοιο επίπεδο φετινής ανάπτυξης βάζει τις βάσεις για ένα 5% με 6% που προβλέπουν εγχώριες και ξένες αναλύσεις ότι μπορεί να πετύχει η Ελλάδα το 2022. Ίσως το καλύτερο όλων των εποχών!
Σε όλα τα παραπάνω, οι εξωγενείς παράγοντες θα παίξουν μικρότερο ρόλο απ' ότι οι εγχώριοι. Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, η Ελλάδα διαθέτει τέτοια κεφάλαια και σταθερό πολιτικό κλίμα, ώστε η αλλαγή «πίστας» της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται αποκλειστικά στο δικό μας χέρι.
* Ο Παναγιώτης Πετράκης είναι Καθηγητής ΕΚΠΑ.