Μπορεί τη Δευτέρα η διεθνής τιμή του αργού να κατρακύλησε στα 32 δολάρια το βαρέλι, υποχωρώντας κατά 30% έναντι της Παρασκευής, ωστόσο οι οδηγοί θα δουν στην αντλία ένα ποσοστό μόνο της μείωσης. Το υπόλοιπο θα το «ροκανίσουν» οι φόροι.
Στο καλό σενάριο, που η αλυσίδα της αγοράς πετρελαιοειδών μετακυλίσει την πτώση στις τελικές τιμές, αυτή δεν θα είναι παρά ένα μικρό «κλάσμα» της προχθεσινής βουτιάς του brent. Και από τα 1,52 ευρώ το λίτρο που κόστιζε πανελλαδικά χθες η αμόλυβδη, αυτή θα φτάσει σταδιακά έως το τέλος της εβδομάδας να πωλείται στα επίπεδα του 1,30-1,35 ευρώ.
Κάποιοι θα αναρωτιούνται πως είναι δυνατόν να βουτήξει κατά 30% το αργό και η τιμή στην λιανική να μην μειωθεί ισόποσα. Η απάντηση καταρχήν είναι ότι οι τιμές λιανικής ακολουθούν εκείνες των τελικών προϊόντων του διυλιστηρίου που δεν μειώνονται ισόποσα με το αργό.
Κυρίως όμως η απάντηση βρίσκεται στους φόρους. Τόσο οι αυξήσεις των τιμών του αργού, όσο και οι μειώσεις, δεν επηρεάζουν παρά ένα μικρό μόνο μέρος της τελικής τιμής, περίπου το 30%. Το υπόλοιπο 70% διατηρείται ανεπηρέαστο καθώς αφορά σταθερούς φόρους, δηλαδή τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (ΕΦΚ), που στα χρόνια των μνημονίων αυξήθηκε πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ και χωρών, με πολλαπλάσια αγοραστική δύναμη της ελληνικής, όπως Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο, κοκ. Έκτοτε δεν μειώθηκε.
Σε χοντρικές γραμμές μια μείωση των διεθνών τιμών κατά 30%, επιφέρει μείωση μόνο στο 30% της λιανικής τιμής, άρα στην αντλία φτάνει μια πτώση μόλις 10%. Κάθε φορά λοιπόν που συμβαίνει μια μικρή «πετρελαϊκή κρίση», είτε ανοδική, είτε καθοδική, στο πρατήριο αποτυπώνεται μόνο ένα μικρό της μέρος. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει εξαληφθεί η κερδοσκοπία. Εξάλλου όπως παραδέχονται κάποιοι πρατηριούχοι, επειδή ο μεταξύ τους ανταγωνισμός είναι ανελέητος, όταν οι τιμές είναι ανοδικές, εκείνοι «απορροφούν» ένα μικρό ποσοστό των αυξήσεων, το οποίο και μετακυλίουν στις τιμές, όταν αυτές μειώνονται, υποστηρίζοντας έτσι ότι πέρασαν ολόκληρη την πτώση, χωρίς ωστόσο αυτό να είναι αληθές.
Αλλά όπως και να έχει, η λέξη - κλειδί, είναι οι φόροι. Η Ελλάδα συνεχίζει να αποτελεί τον πανευρωπαϊκό «φοροπρωταθλητή» στα πετρελαιοειδή, έχοντας τον 3ο υψηλότερο Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στην βενζίνη (710 ευρώ/ χίλια λίτρα) πίσω μόνο από την Ολλανδία και την Ιταλία, όπως και τον 3ο υψηλότερο ΦΠΑ. Όσο για τον τελευταίο, ο ΦΠΑ στα καύσιμα ανέρχεται στο 24%, όταν σε πλειάδα ευρωπαϊκών χωρών κυμαίνεται στο 19% (Γερμανία, Κύπρος, Ρουμανία), 20% (Αυστρία, Γαλλία, Βουλγαρία, Εσθονία, Σλοβακία) και 21% (Ισπανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Τσεχία, Λιθουανία, Λετονία).
Προσωρινή η πτώση;
Επί των 1,57 ευρώ το λίτρο (τιμή Παρασκευής), 37 λεπτά ήταν η τιμή του διυλιστηρίου, 70 λεπτά ο ΕΦΚ και 20 λεπτά το μεικτό περιθώριο κέρδος της εμπορίας συν τα μεταφορικά, επί των οποίων επιβάλλεται ΦΠΑ 24%.
Επίσης η όποια πτώση τιμών θα δουν οι οδηγοί έως την Παρασκευή, πιθανώς να είναι προσωρινή. Και αυτό καθώς από χθες οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου και των συνδεδεμένων με αυτό προϊόντων κινούνται και πάλι ανοδικά και ως γνωστόν τα διυλιστήρια τιμολογούν με βάση την διεθνή τιμή platts των τεσσάρων τελευταίων ημερών. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η τιμή στην οποία τα διυλιστήρια πούλησαν χθες ήταν σαφώς μικρότερη εκείνης της Παρασκευής, καθώς οι τιμές platts και των τεσσάρων προηγούμενων ημερών ήταν όλες πτωτικές. Ωστόσο, σήμερα θα πουλήσουν σε υψηλότερη τιμή, καθώς αυτή συνδιαμορφώνεται από την χθεσινή αυξημένη τιμή του platts.
Έστω και έτσι, η μικρή αυτή αποκλιμάκωση έχει αρχίσει από χθες να περνά στην κατανάλωση, με την μέση τιμή να διαμορφώνεται στα 1,52 ευρώ, τάση που θα συνεχιστεί έως και την Παρασκευή,
Ήδη, όπως επισήμανε χθες ο Γ.Γ. Εμπορίου & Προστασίας Καταναλωτή Π. Σταμπουλίδης, στην Αττική καταγράφονται πρατήρια που πωλούν στα επίπεδα του 1,40 ευρώ ή και χαμηλότερα. Σωρευτικά από τα τέλη Ιανουαρίου, οπότε και άρχισε η αποκλιμάκωση των διεθνών τιμών λόγω του κορονοϊού, έως και χθες, οι τιμές της βενζίνης είχαν μειωθεί κατά μέσο όρο 6%, κάτι που ανέδειξε χθες και ο υπ. Ανάπτυξης Αδ. Γεωργιάδης. «Υπάρχει ήδη μία μείωση περίπου 5% στη βενζίνη, 7% στο diesel και 10% στο πετρέλαιο θέρμανσης», ανέφερε ο υπουργός, προσθέτοντας ότι «δεν είναι η μείωση που βλέπουμε στις διεθνείς αγορές, θέλει κάποιες ημέρες για να περάσει αυτή η μείωση και στους Έλληνες καταναλωτές».