Γιατί το Grexit δεν μπορεί να σώσει την Ελλάδα – Πώς θα έρθει η ανάκαμψη εντός ευρώ

Γιατί το Grexit δεν μπορεί να σώσει την Ελλάδα – Πώς θα έρθει η ανάκαμψη εντός ευρώ

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Μπορεί η έξοδος από την Ευρωζώνη να αποτράπηκε την τελευταία στιγμή το καλοκαίρι του 2015 όμως η άποψη ότι η Ελλάδα θα ήταν ίσως σε καλύτερη κατάσταση αν βρισκόταν εκτός ευρώ δεν έχει στην πραγματικότητα εκλείψει. Οι καθηγητές Χρυσάφης Ιορδάνογλου (Πάντειο Πανεπιστήμιο) και Μάνος Ματσαγγάνης (Politechnico di Milano – Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) σε μελέτη τους με τίτλο «Γιατί το Grexit δεν μπορεί να σώσει την Ελλάδα (αλλά η παραμονή στο ευρώ ίσως μπορεί)» για το London School of Economics, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι εκτός από τις καταστροφικές βραχυπρόθεσμες συνέπειες ενός Grexit, η οικονομική σταθεροποίηση σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα θα απαιτούσε πολιτικές που η Ελλάδα θα ήταν εξαιρετικά απίθανο να υλοποιήσει με αξιόπιστο τρόπο.

Η πολιτική ελίτ, αλλά και η μιντιακή ελίτ, θα αποτύγχαναν να στηρίξουν αυτή την προσπάθεια, ενώ ομάδες συμφερόντων με σημαντική επιρροή θα αντιστέκονταν. «Αν η Ελλάδα είχε την ικανότητα να επιτύχει μία προσπάθεια σταθεροποίησης τέτοιου μεγέθους, δεν θα είχε βρεθεί στη θέση που είναι τώρα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο κίνδυνος ολοκληρωτικής αποσύνθεσης της οικονομίας θα ήταν αδιανόητα υψηλός», αναφέρουν στη μελέτη τους οι δύο Έλληνες καθηγητές.

Τα θεμελιώδη εμπόδια της ελληνικής οικονομίας είναι τόσο δομικά όσο και θεσμικά. Η υιοθέτηση ενός άλλου νομίσματος δεν θα αντιμετώπιζε κανένα από αυτά, τη στιγμή που οι επικεντρωμένες στις επενδύσεις μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν. Θα ήταν πιο πιθανή η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στη μετά Grexit εποχή; Ξανά, η απάντηση μπορεί μόνο να είναι ένα εμφατικό «όχι».

Τα τελευταία 30 χρόνια οι σημαντικές αλλαγές πολιτικής και οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις (όπως η πολιτική σταθεροποίησης της δεκαετίας του '90 και η μεταρρύθμιση των τραπεζών και του κλάδου των τηλεπικοινωνιών) έγιναν λόγω των ευρωπαϊκών επιρροών. Η έξοδος από την Ευρωζώνη (ή ακόμη χειρότερα από την ΕΕ) θα αποδυνάμωνε τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και θα καταδίκαζε τη χώρα σε απομόνωση και παρακμή.

Μπορεί η Ελλάδα να ανακάμψει εντός της Ευρωζώνης;

Ένα από τα πιο συνηθισμένα ερωτήματα της κοινής γνώμης είναι αν η Ελλάδα μπορεί να ανακάμψει εντός της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με τους Ιορδάνογλου και Ματσαγγάνη, τα προγράμματα προσαρμογής που προσφέρθηκαν στην Ελλάδα δείχνουν ότι οι πιστωτές γνώριζαν τα δομικά προβλήματα, όμως απαίτησαν ταυτόχρονη πρόοδο σε όλα τα μέτωπα.

Δεν έθεσαν προτεραιότητες ούτε και ξεκάθαρη σειρά με την οποία έπρεπε να γίνουν οι απαιτούμενες αλλαγές. Είχαν φανταστεί ένα big bang – μία μεγάλη έκρηξη: τον ραγδαίο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας σχεδόν εν μία νυκτί. Επιπλέον, η προσοχή στη μείωση του κόστους εργασίας απέσπασε την προσοχή από πλήρες φάσμα των παραγόντων που εμπόδιζαν την ανάπτυξη της παραγωγικότητας και ανάγκασαν τις ελληνικές επιχειρήσεις να χάσουν έδαφος στις διεθνείς αγορές.

Οι μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν στην αγορά εργασίας ταιριάζουν καλύτερα σε ένα καθεστώς ανάπτυξης βασισμένο σε χαμηλότερους μισθούς και λιγότερες δεξιότητες. Κάτι τέτοιο είναι αμφισβητούμενο τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Ωστόσο, καμία ελληνική δεν εφάρμοσε κάποια εναλλακτική πολιτική, που θα στόχευε σε υψηλότερο επίπεδο δεξιοτήτων και υψηλότερους μισθούς.

Η Ελλάδα, λοιπόν, χρειάζεται επειγόντως ανάκαμψη αλλά έχει περιορισμένες ικανότητες μεταρρυθμίσεων. Το πρόβλημα είναι το πώς θα συνδυαστούν τα μέτρα τόνωσης που χρειάζονται τώρα για την οικονομική ανάκαμψη με την μεσοπρόθεσμη μεταρρυθμιστική προσπάθεια που έχει στόχο να αντιμετωπίσει τα δομικά εμπόδια.

Οι συγγραφείς επικαλούνται τη συμβουλή του Dani Rodrik, σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα σε περιορισμένο αριθμό στόχων. Οι φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις, όπως η μεγάλη μεταρρύθμιση του δημοσίου, δεν πρέπει να εγκαταλειφθούν, αλλά να υλοποιηθούν πιο σταδιακά και να επιτραπεί μεγαλύτερη ευρύτητα. Από πού θα προέλθουν τα μέτρα ενίσχυσης της ζήτησης; Δεν μπορούν να προέλθουν από μία έκρηξη της κατανάλωσης η οποία θα χρηματοδοτηθεί από την αύξηση των κρατικών δαπανών. Η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να εφαρμόσει επεκτατική δημοσιονομική πολιτική στο ορατό μέλλον. Ακόμα όμως και αν μπορούσε, δεν θα ήταν σκόπιμο: γρήγορα θα ασκούσε πιέσεις στο εμπορικό ισοζύγιο, ενώ δεν θα πρόσφερε τίποτα στην αντιμετώπιση των προβλημάτων στην πλευρά της προσφοράς.

Αυτό που μένει, λοιπόν, είναι να δοθούν κίνητρα για επενδύσεις. Από το υψηλό του 2007, οι επενδύσεις υποχώρησαν κατά 65% περίπου. Δεδομένων δε, των δημοσιονομικών περιορισμών, οι κρατικές επενδύσεις δεν μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο. Επίσης, από τη στιγμή που η ιδιωτική αποταμίευση έχει υποχωρήσει στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών, μία επαρκής επενδυτική προσπάθεια δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί μόνο από εγχώριες πηγές, με αποτέλεσμα η εξωτερική χρηματοδότηση να είναι απαραίτητη.

Η αύξηση των επενδύσεων θα οδηγήσει σε επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Όμως οι επενδύσεις – σε αντίθεση με την κατανάλωση – δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να τηρηθούν οι δεσμεύσεις στο μέλλον μέσω της αύξησης της παραγωγής και των εξαγωγών.

Είναι, λοιπόν, σημαντικό να δοθεί προτεραιότητα σε στοχευμένες μεταρρυθμίσεις που θα σχετίζονται με την επιτυχή εφαρμογή μίας στρατηγικής ενίσχυσης των επενδύσεων. Η ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων που εμφανίζουν σημάδια κακοδιαχείρισης στους τομείς των μεταφορών, της ενέργειας, του τουρισμού και της αγοράς ακινήτων, θα προσελκύσουν ξένες επενδύσεις.

Το ξεκαθάρισμα των «κόκκινων» δανείων θα ανοίξει το δρόμο για την χαλάρωση των πιστώσεων. Η αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας θα απομακρύνει ένα σοβαρό εμπόδιο για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Η μείωση των φορολογικών βαρών και των εισφορών καθώς και η εφαρμογή ενός σταθερού φορολογικού πλαισίου, θα έχουν επίσης θετικό αντίκτυπο. Η απλοποίηση των δικαστικών διαδικασιών θα δημιουργήσει ένα πιο αποτελεσματικό  θεσμικό περιβάλλον.

Ορισμένες από τις μεταρρυθμίσεις που αναφέρθηκαν έχουν ήδη υπογραφεί από διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις (συμπεριλαμβανομένης της υφιστάμενης), αλλά δεν έχουν εφαρμοστεί. Αυτό σημαίνει ότι δύσκολα θα εφαρμοστούνξ χωρίς εξωτερικές πιέσεις, ήτοι στην περίπτωση που η Ελλάδα φύγει από το ευρώ.

Η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους – που είναι η πρώτη προτεραιότητα της κυβέρνησης – αναμφίβολα θα βοηθούσε, καθώς θα περιόριζε την αβεβαιότητα για τη βιωσιμότητα του χρέους, θα βελτίωνε τις συνθήκες ρευστότητας και θα έκανε τις ξένες τράπεζες να χρηματοδοτήσουν πιο εύκολα επενδύσεις στην Ελλάδα. Όμως, από μόνη της, η αναδιάρθρωση του χρέους δεν αρκεί, αν δεν γίνουν μεταρρυθμίσεις που θα διευκολύνουν τις επενδύσεις.

Ολόκληρη η μελέτη των Χρυσάφη Ιορδάνογλου και Μάνου Ματσαγγάνη.