Μία από τις βασικές ανησυχίες των κυβερνήσεων που προσπαθούν να στηρίξουν τις οικονομίες τους μέσω της εφαρμογής σημαντικών μέτρων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, είναι η αύξηση του κρατικού χρέους και ο κίνδυνος να χρειαστούν στο μέλλον μέτρα λιτότητας στην περίπτωση που η κατάσταση ξεφύγει από τον έλεγχο. Στο κλαμπ των χωρών που διαθέτουν περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο και επομένως εμφανίζουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες… εκτροχιασμού βρίσκεται και η Ελλάδα.
Οι συνθήκες άντλησης κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης είναι εξαιρετικά ευνοϊκές καθώς η χώρα μας δανείζεται με ιστορικά χαμηλά και σχεδόν μηδενικά επιτόκια (σταθερά κάτω από το επίπεδο του 1% η απόδοση του 10ετούς) που ενδεχομένως δεν θα ξαναδεί για πάρα πολλά χρόνια.
Όμως τόσο η κυβέρνηση όσο και η Κομισιόν εκτιμούν ότι το κρατικό χρέος της Ελλάδας θα ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ, ακυρώνοντας στην ουσία τις πολυετείς προσπάθειες μείωσής του. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η χώρα μας εμφανίζει χρέος άνω των 360 δις. ευρώ, που είναι το δεύτερο υψηλότερο ως ποσοστό του ΑΕΠ στον κόσμο, μετά την Ιαπωνία, και ότι αυτό σε συνδυασμό με τα μεγάλα ελλείμματα οδήγησαν στα μνημόνια της περασμένης δεκαετίας.
Σήμερα, τα νέα lockdown προκαλούν βαθύτερη ύφεση με αποτέλεσμα να δημιουργούνται επιπρόσθετες ανάγκες για να αντιμετωπιστεί η παύση της οικονομικής δραστηριότητας, οι επιπτώσεις της οποίας θα γίνουν ακόμη πιο αισθητές το 2021 (επιχειρηματικά λουκέτα, ανεργία κλπ). Εγείρεται, λοιπόν, το εξής ερώτημα: Μπορεί η Ελλάδα μπορεί να επουλώσει τις οικονομικές πληγές της χωρίς να εκτιναχθεί το χρέος και χωρίς να εμφανίσει μη διαχειρίσιμα ελλείμματα που θα την γυρίσουν γυρίσει πολλά χρόνια πίσω;
Μία ενθαρρυντική εκτίμηση ήρθε χθες από την Oxford Economics. Σε ανάλυσή του ο οίκος δίνει μία πιο θετική εικόνα και υποστηρίζει ότι η Ελλάδα και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης – με εξαίρεση ίσως την Ιταλία - δεν πρέπει ακόμα να ανησυχούν για τη βιωσιμότητα του χρέους τους.
Ο οίκος τοποθετεί το κρατικό χρέος των χωρών-μελών της Ευρωζώνης ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 101% κατά μέσο όρο το 2020, σημειώνοντας ωστόσο ότι ένας πολύ πιο χρήσιμος «δείκτης βιωσιμότητας» είναι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους καθώς λαμβάνει υπόψη τα επιτόκια δανεισμού. Ένας άλλος παράγοντας καθορισμού της βιωσιμότητας είναι η σχέση μεταξύ των πραγματικών επιτοκίων που πληρώνει μία χώρα για το υφιστάμενο χρέος της και της ανάπτυξης του ΑΕΠ.
Με την ΕΚΤ να βάζει πλάτη, το ελληνικό δημόσιο έχει τη δυνατότητα να δανείζεται από τις αγορές με πολύ χαμηλά επιτόκια και να αντικαθιστά πιο ακριβό χρέος, ενώ και τα επιτόκια των δανείων του επίσημου τομέα είναι πάρα πολύ χαμηλά έως το 2032. Το όποιο πρόβλημα θα προκύψει μετά το πέρας του QE καθώς η Ελλάδα θα πρέπει να αποδείξει με μεταρρυθμίσεις και συνετή δημοσιονομική πολιτική ότι «αξίζει» τα χαμηλά επιτόκια αλλά και να αξιοποιήσει στο έπακρο τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης για να στηρίξει τις αναπτυξιακές της προοπτικές.
Σύμφωνα με την Oxford Economics, ενώ η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ελλάδα και το Βέλγιο διαθέτουν μικρότερο δημοσιονομικό χώρο από το μέσο όρο της Ευρωζώνης, το χρέος τους δείχνει να είναι διαχειρίσιμο καθώς προβλέπεται ότι τα πραγματικά επιτόκια δανεισμού θα παραμείνουν χαμηλότερα από την ονομαστική ανάπτυξη του ΑΕΠ τους την επόμενη δεκαετία.
Συνολικά, η Oxford Economics υποστηρίζει ότι το επίπεδο του χρέους δεν πρέπει να ανησυχεί τις κυβερνήσεις ούτε κατά στην τρέχουσα συγκυρία, ούτε όμως και τα επόμενα χρόνια ακόμη και στην περίπτωση που η κρίση οδηγήσει σε διεύρυνση των ελλειμμάτων. Προειδοποιεί, μάλιστα, τις κυβερνήσεις να μην φοβηθούν την αύξηση του χρέους γιατί αυτός ο φόβος μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρη – και επίπονη - σύσφιξη της δημοσιονομικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια.
Η περίπτωση της Ιταλίας
Η Ιταλία, είναι σύμφωνα με την Oxford Economics η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης που θα χρειαστεί να εμφανίζει σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια. Εκτιμά δε, ότι η άντληση κεφαλαίων από τις αγορές για τη χρηματοδότηση των επιπλέον μέτρων στήριξης που θα χρειαστούν δεν πρέπει να ανησυχεί την Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης.
Όσο για τα επιτόκια δανεισμού των χωρών της Ευρωζώνης, ο οίκος αναθεωρεί τις προβλέψεις του και πλέον εκτιμά ότι θα αυξηθούν με πολύ πιο ήπιο ρυθμό και θα παραμείνουν κάτω από το επίπεδο του 1% έως το 2025.