Γιατί η Ελλάδα χάνει την ποσοτική χαλάρωση

Γιατί η Ελλάδα χάνει την ποσοτική χαλάρωση

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Όσο ξετυλίγεται το κουβάρι των διαπραγματεύσεων και αποκαλύπτεται ότι τελικά δεν είναι ώρα για… πανηγυρισμούς ότι τελείωσε η κρίση, τόσο πιο αισθητή γίνεται η ευκαιρία που έχασε η Ελλάδα με τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Γιατί όπως υποστηρίζουν παράγοντες που παρακολουθούν τις διεργασίες στην ΕΚΤ και αναλυτές με γνώση των αγορών ομολόγων, χάθηκε η μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα να αξιοποιήσει τα σημαντικά οφέλη της ποσοτικής χαλάρωσης.

Το εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα της ένταξης στο QE, η οποία αν είχε επιτευχθεί εγκαίρως θα συνέβαλε καθοριστικά στην αντιστροφή του κλίματος, έχει εξελιχθεί σε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης και χρησιμοποιείται κατά το δοκούν, με τις αναφορές να αποκτούν πολλές φορές διαστάσεις... καφενειακού σχολιασμού.

Το liberal.gr απευθύνθηκε στους ειδικούς σε μια προσπάθεια να σχηματίσει μία ξεκάθαρη εικόνα για το θέμα. Το συμπέρασμα είναι ότι τα οφέλη της ποσοτικής χαλάρωσης για την Ελλάδα έχουν στην ουσία ελαχιστοποιηθεί, καθώς ακόμη και αν δεν έχει κλείσει οριστικά το παράθυρο ένταξης, έχει διαρραγεί η αλληλουχία θετικών εξελίξεων που αν ξεκινούσε στο τέλος του 2016 θα επέτρεπε, υπό προϋποθέσεις και σε συνάρτηση με την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, την «κανονική» έξοδο στις αγορές πριν τη λήξη του μνημονίου. Θα απομάκρυνε δηλαδή την υπογραφή ενός τέταρτου μνημονίου, κάτι που σήμερα θεωρείται σχεδόν αναπόφευκτο.

«Αν η αξιολόγηση είχε κλείσει νωρίτερα, τότε η ελληνική κυβέρνηση θα είχε μία ξεκάθαρη ευκαιρία να κεφαλαιοποιήσει τα οφέλη από μία σειρά εξελίξεων, συμπεριλαμβανομένου του QE και να δώσει τους Έλληνες μία νότα αισιοδοξίας», σημειώνει αναλυτής από το City του Λονδίνου. Προσθέτει δε, ότι η ποσοτική χαλάρωση, σε συνδυασμό με τη βελτίωση του κλίματος στις αγορές, τη μείωση των NPLs, την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, την ολοκλήρωση ιδιωτικοποιήσεων και τη σταδιακή χαλάρωση των capital controls θα οδηγούσε σε αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. «Τίποτα απ'' όλα αυτά πλέον δεν είναι βέβαιο», σημειώνει με νόημα, επισημαίνοντας τις εκτιμήσεις για παράταση της διαπραγμάτευσης έως τον Ιούλιο.

Το καλύτερο σενάριο για την Ελλάδα – και ίσως το μοναδικό που θα επιτρέψει την ένταξη στο QE σε εύλογο χρονικό ορίζοντα – είναι η άμεση εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος και η ταχεία ολοκλήρωση όχι μόνο της δεύτερης αξιολόγησης αλλά και των επόμενων. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, μοιάζει απίθανο, μετά και τη χθεσινή συνάντηση της Angela Merkel με την Christine Lagarde, στην οποία οι δύο γυναίκες φαίνεται πως τα βρήκαν… ενόψει των γερμανικών εκλογών.

Την ίδια ώρα, ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Παναγιώτης Λιαργκόβας, έριξε νέα «βόμβα», υποστηρίζοντας ότι η τρίτη αξιολόγηση θα είναι πιο δύσκολη από την τρέχουσα. Σύμφωνα με τον κ. Λιαργκόβα, η επόμενη αξιολόγηση θα περιλαμβάνει πέρα από αρκετές εκκρεμότητες, αρκετά σημαντικά ζητήματα όπως νέες ιδιωτικοποιήσεις για το  2017 και αλλαγές σε ασφαλιστικό, κώδικα φορολογίας κ.ά., ενώ η χώρα θα εισέρχεται στο όγδοο έτος λιτότητας και δοκιμασίας.

Κλείνει το «παράθυρο» ένταξης

Αναλυτές τονίζουν ότι το QE δεν είναι πανάκεια, ούτε η μοναδική προϋπόθεση για την έξοδο από τα μνημόνια και επισημαίνουν το παράδειγμα της Κύπρου, η οποία κατάφερε να βγει από το μνημόνιο και να εξασφαλίσει βραχυπρόθεσμο δανεισμό με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο, χωρίς να έχει ενταχθεί στην ποσοτική χαλάρωση. Υπογραμμίζουν, παράλληλα, ότι απαιτείται ένα μίγμα εφαρμογής μεταρρυθμίσεων και προσέλκυσης επενδύσεων που σε συνδυασμό με το QE θα δώσουν την απαραίτητη ώθηση στην οικονομία.

Οι ίδιοι εξηγούν πως και μόνο το γεγονός ότι η 3η αξιολόγηση θα πρέπει – λόγω των καθυστερήσεων στις δύο πρώτες – να ξεκινήσει αμέσως μετά την ολοκλήρωση της τρέχουσας, αφαιρεί από την Ελλάδα τη δυνατότητα ένταξης στο QE έως το καλοκαίρι. Διότι η ΕΚΤ θα έχει ένα πολύ μικρό παράθυρο να προβεί σε αγορές μεταξύ 2ης και 3ης αξιολόγησης.

Από κει και πέρα τα χρονικά περιθώρια είναι εξαιρετικά ασφυκτικά, αν κρίνουμε από τις δηλώσεις του κ. Λιαργκόβα, ιδιαίτερα στην περίπτωση που υπάρξουν ανάλογες καθυστερήσεις στην 3η αξιολόγηση και μικρό παράθυρο για αγορές από την ΕΚΤ μεταξύ της 3ης και 4ης αξιολόγησης. Αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να επαναλαμβάνεται συνεχώς, συντηρώντας την αβεβαιότητα. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν η Ελλάδα συμπεριληφθεί κάποια στιγμή μέσα στο έτος στο QE, η ένταξή της κινδυνεύει να είναι προσωρινή με αποτέλεσμα να ελαχιστοποιούνται τα δυνητικά οφέλη, εκτός και αν η κυβέρνηση κάνει την έκπληξη και κλείσει τις επόμενες αξιολογήσεις χωρίς καμία καθυστέρηση και παράλληλα οι συνθήκες στην Ευρωζώνη αναγκάσουν την ΕΚΤ να παρατείνει κατά πολύ τη διάρκειά του.

Οι όροι του Mario Draghi

Ο πρώτος λόγος για τον οποίο η Ελλάδα δεν θα έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει τις ευεργετικές... ιδιότητες της ποσοτικής χαλάρωσης, έχει να κάνει με έναν από τους βασικούς όρους του προγράμματος. Όπως αναφέρεται ρητά στις προϋποθέσεις του QE, «στην περίπτωση που διενεργείται αξιολόγηση ενός εν εξελίξει προγράμματος οικονομικής βοήθειας, η επιλεξιμότητα για τις αγορές στο πλαίσιο του QE θα αναστέλλεται και να ανακτάται μόνο στην περίπτωση θετικού αποτελέσματος της αξιολόγησης».

Ως θετικό αποτέλεσμα μίας αξιολόγησης νοείται ότι θα ληφθούν οι δύο ακόλουθες αποφάσεις: η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) και,στην περίπτωση που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συγχρηματοδοτεί το πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας, το διοικητικό συμβούλιο του Ταμείου να εγκρίνει την επόμενη εκταμίευση, υπό  την προϋπόθεση ότι και οι δύο αποφάσεις είναι απαραίτητες για την επανέναρξη των αγορών στο πλαίσιο του QE.

Ένας ακόμη λόγος είναι ότι εκκρεμεί η ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους από την ΕΚΤ. Πρόκειται για ένα ακανθώδες ζήτημα, από τη στιγμή που η τελική «ετυμηγορία» αγγίζει τα όρια των πολιτικών ισορροπιών. Η ΕΚΤ είναι έτοιμη να κρίνει βιώσιμο το ελληνικό χρέος στην περίπτωση που υπάρξει νομική δέσμευση για την εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης, όμως θα πρέπει να έχει διασφαλιστεί το «θετικό αποτέλεσμα» της αξιολόγησης. Αφού υπάρξει «θετικό αποτέλεσμα», η περίοδος κατά την οποία η ΕΚΤ μπορεί να αγοράζει ελληνικούς τίτλους μέσω του QE περιορίζεται σε δύο μήνες, εκτός και αν υπάρχουν ειδικές συνθήκες που δικαιολογούν την αναστολή των αγορών ή τη συνέχισή τους μέχρι την έναρξη της επόμενης αξιολόγησης.

Φωτογραφία: SOOC