Εάν κοιτάξουμε λίγο προς τα πίσω, στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, θα δούμε ότι η ελληνική οικονομία έτρεχε τότε με μέσο ετήσιο ρυθμό γύρω στο 6,5%. Ατμομηχανή της ανάπτυξης ήταν οι επενδύσεις που αυξάνονταν με ετήσιο ρυθμό 9,9%. Δικαιολογημένα, μας είχε χαρακτηρίσει ο ΟΟΣΑ «Μεσογειακή τίγρη».
Βλέποντας την οικονομία σήμερα, μπορούμε αβίαστα να πούμε ότι το τότε οικονομικό θαύμα μπορεί σήμερα να επαναληφθεί. Μετά από μία δραματική ύφεση της τάξεως του 9,0% το 2020, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει μια σημαντική ανάκαμψη «τύπου V». Ουσιαστικά αυτό που βλέπουμε είναι μια επαλήθευση της θεωρίας του ελατηρίου.
Και δεν είναι μόνο τα στοιχεία του τελευταίου τριμήνου που επαληθεύουν την εκτίμηση αυτή. Είναι και οι εκτιμήσεις των ξένων και εγχώριων οίκων και επενδυτικών τραπεζών που ανεβάζουν τον πήχη της ανάπτυξης για το 2021 γύρω στο 8%, αρκετά υψηλότερα από το αναθεωρημένο 6,1% της κυβέρνησης: Στο 7,1 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο 7,5% η Εθνική Τράπεζα, στο 7,8% η UBS, η Oxford Analytics και η Moody’s Analytics, στο 7,9% το ΚΕΠΕ, στο 8% το ΙΟΒΕ, στο 8,5% η Capital Economics και στο 8,6% η Scope Ratings.
Στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης συνεισέφεραν οι επενδύσεις, η δημόσια κατανάλωση, οι εξαγωγές αγαθών & υπηρεσιών και η ιδιωτική κατανάλωση. Εάν σκεφτούμε τα πολυάριθμα - πλέον - επιχειρηματικά deals των τελευταίων μηνών (π.χ. Digital Realty, Pfizer, CISCO, Fincantieri, Itaglas, Macquarie), θα κατανοήσουμε ότι ουσιαστικά, αυτό που παρατηρείται είναι ότι τα επενδυτικά κεφάλαια αναζητούν μια θέση στην ελληνική αγορά, ακριβώς γιατί βλέπουν ότι το επόμενο διάστημα προβλέπεται πολύ θετικό. Προφανώς, λαμβάνουν υπόψη τους την τεράστια εισροή κεφαλαίων, ύψους περίπου 70 δισ. ευρώ που θα προκύψει από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το νέο ΕΣΠΑ και τις Κοινοτικές πολιτικές την επόμενη πενταετία.
Υπάρχει όμως, μία εξαίρεση: το ελληνικό χρηματιστήριο, το οποίο φαίνεται να μη συμμερίζεται την αισιοδοξία των υπολοίπων ιδιωτικών και δημόσιων φορέων σχετικά με τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Ο χρηματιστηριακός δείκτης παραμένει, εδώ και καιρό, σχεδόν αμετάβλητος. Μήπως προεξοφλεί κάποιους κινδύνους; Ποιοι μπορεί να είναι αυτοί; Μακροοικονομικοί, Δημογραφικοί ή πολιτικοί;
Στη μακρο-οικονομία μας, ξεχωρίζω τρεις: Την ακρίβεια, την ενδεχόμενη δημοσιονομική ανισορροπία, την ενδεχόμενη έλλειψη ρευστότητας των τραπεζών. Θεωρώ ότι και οι τρεις αυτοί κίνδυνοι είναι αντιμετωπίσιμοι. Η ακρίβεια οφείλεται σε πολλούς και διαφορετικούς συγκυριακούς παράγοντες που όλοι όμως, εμφανίστηκαν στην τρέχουσα συγκυρία και οι οποίοι, σταδιακά θα φθίνουν. Π.χ. η έντονη πτώση του επιπέδου τιμών κατά το προηγούμενο έτος λόγω της πανδημίας, σε συνδυασμό με την άνοδο των τιμών φέτος, η δυναμική αναθέρμανση των οικονομιών μετά από την άρση των περιοριστικών μέτρων σε συνδυασμό με τη δημιουργία αποθεμάτων από τις επιχειρήσεις για την αποφυγή μελλοντικών ελλείψεων αλλά και ενόψει των Χριστουγέννων, η ανισορροπία που παρατηρείται μεταξύ προσφοράς και ζήτησης σε ορισμένους κλάδους εξαιτίας της διαταραχής που προκλήθηκε στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα.
Τα δημοσιονομικά ελλείμματα είναι επίσης προσωρινά, και η δημοσιονομική ισορροπία αναμένεται να αποκατασταθεί το επόμενο έτος. Αυτό άλλωστε δείχνουν και τα τελευταία δημοσιονομικά στοιχεία, όπου τα έσοδα παρουσίασαν μεγάλη αύξηση.
Εάν η Ελλάδα «καλύψει» γρήγορα το έλλειμμά της, και λαμβάνοντας υπόψη τα υψηλά ταμειακά της διαθέσιμα, η απώλεια πρόσβασης στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ μετά τη λήξη του PEPP, σε περίπτωση που αποφασιστεί, δε θα αποτελεί απαραίτητα ανησυχία για τις αγορές. Η ρευστότητα των τραπεζών επίσης δεν εμπνέει ανησυχία. Το τελευταίο διάστημα, τα χρηματοοικονομικά μεγέθη των τραπεζών βελτιώθηκαν σημαντικά, καθώς σε σύγκριση με το 2016, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) έχει μειωθεί κατά 50% και πλέον οι τράπεζες διαθέτουν επαρκή ρευστότητα και κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας που τους επιτρέπουν να χορηγήσουν δάνεια στην πραγματική οικονομία.
Μήπως ο κίνδυνος είναι δημογραφικός; Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες της Ευρωζώνης, έχει έντονο δημογραφικό πρόβλημα. Όμως αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας που μπορεί να προέλθει από τις ψηφιακές επενδύσεις και την αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού των επόμενων ετών.
Θετικό είναι και το γεγονός ότι έχει αρχίσει να παρατηρείται επιστροφή πολλών Ελλήνων που εγκατέλειψαν τη χώρα στα πέτρινα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Άρα, με την απουσία ουσιαστικών μακροοικονομικών και δημογραφικών κινδύνων, μήπως το ζήτημα είναι πολιτικό; Μήπως τελικά η χρηματιστηριακή αγορά προεξοφλεί πολιτικές αβεβαιότητες;
*Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας, είναι Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου